Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Αλλ' ούτε λόγο, ούτε καν χαμόγελο ένα δε μπόρεσα να της κλέψω της σκληρής. Το μοναστήρι είνε χτισμένο μέσα στο λόγγο. Έχει ψηλούς τοίχους περίγυρα κι από μέσα τα κελλιά αραδιασμένα με τες κρεββάτες τους, την πλακοστρωμένη αυλή με τα δέντρα της και το εκκλησάκι, μικρούτσικο και παλιό, από τα χίλια εκατό, καθώς γράφει στο νάρθηκά του, σκοτεινό, ήσυχο, όλο ευλάβεια και θρησκευτική ανατριχίλα.
Μα και το Μεσολόγγι Κρύφτει 'ς τα μετερίζια του, 'σάν σε σπηληαίς, ξεφτέρια. Και κάπου—κάπου ακούγονται και κανονιώνε βόγγοι. Τώρα το κύμα είνε τρανό, είνε βαρειά η μαυρίλα· Το Μεσολόγγι είνε μικρό. Εκείθε ανατριχίλα. Κ' εδώθε φόβος πλημμυρεί κ' ελπίδα την καρδιά.
Και καθώς έβλεπε κανένας τα κρύα γερατειά και καθώς άκουε τόνομά της, μια διπλή ανατριχίλα περέχυνε το κορμί του. Ήτανε ογδόντα χρονών η Δροσούλα κ' είχε το ένα πόδι της στον τάφο. Μα κι' αν της έλεγε κανένας πως θα ξαναγεννηθή και θα ξαναζήση την ίδια της ζωή, θάβαζε γλήγορα και το άλλο πόδι της στο λάκκο να μη ξαναϊδή τέτοια ζωή.
Και αν εγώ δεν ημ- πορώ, 'ξεύρω πού να εύρω τον παιξομύτην του. Το ξό- ανον! ΠΕΤΡΟΣ Δεν είδα κανένα να σε κάμη ό,τι θέλει. Ας τον έβλε- πα, και να ιδής πώς θα εξεσπάθονα! Ακούς! Φθάνει να ιδώ, ότι είναι ανάγκη και ότι είμαι εις το δίκαιόν μου, και ξεσπαθόνω 'σαν κάθε άλλον. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Με εσύγχυσε τόσον, οπού μου ήλθεν ανατριχίλα. Ο παληάνθρωπος! — Παρακαλώ, Κύριέ μου, να σου ειπώ δύο λόγια.
Κι ανάμεσα στης ανεμοζάλης τα μουγγρίσματα, ταχτικό κι επίμονο αντηχούσε τόση ώρα τόρα από τα κεραμίδια της στέγης το ρέκασμα μιας κουκουβάγιας περιχύνοντας τα νεύρα από ανατριχίλα κρύα και παράξενη, τη ψυχή από θλίψη και λαχτάρα. Παράξενο ξύπνημα. Και είχαν αποκοιμηθή με τόση γαλήνη, με τόση ξαστεριά.
— Ναίσκε· καβάλλα στο ξυλάλογο· σα να λέμε στην κάσσα. Ξέχασες, βλέπω, το στερνό σου ταξείδι. — Ου!... έκαμε η γριά μ' ανατριχίλα, βάζοντας μπροστά το χέρι της για να διώξη το κακό. — Ω, διάτανε! το φοβάσαι βλέπω το θάνατο σα να ήσουνα χίλιω χρονώ. Μα στην πίστη μου σου λέω έχεις άδικο, γριά! Έχεις μεγάλο άδικο. Εκεί να ιδής σπίτι μια βολά.
Μια φορά μου είπε ήσυχα, σα για να μη την ακούσουν ούτε τα πουλιά που γλυκοτσιμπιώνταν απάνω στα κλωνάρια του δάσου. — Γιατί δε λες και συ τίποτα, πούνε η πρώτη χαρά σου; Χαμογέλασα μοναχά και δεν έχω αντιλογιά ότι τα μάτια μου, που την αντίκρυσαν, της φανέρωσαν τη γλυκειά ανατριχίλα που περίτρεξε από φλέβα σε φλέβα κι απ' αρμό σ’ αρμό το αίμα μου.
Είναι και ζήτημα αν ο Άγιος Πέτρος σου φέρνει την ανατριχίλα, το θρησκευτικό ενθουσιασμό, τη θεοφοβωσύνη που σε κυριεύει στη Αγιά Σοφιά μέσα. Μερικά χρόνια κατόπι ο περήφανος εκείνος θόλος γκρεμήστηκε, καθώς ξέρουμε, από σεισμό, κ' ένα του μέρος θρουβάλιασε τον άμπωνα καθώς και τη σολέα. Είταν τότες αποθαμμένοι κι ο Ανθέμιος κι ο Ισίδωρος. Ζούσε όμως ο ανιψιός του Ισιδώρου, Ισίδωρος κι αυτός.
Και το αστραποφώτισμα τόρα άνοιγε έξω στο νυχτερινό σκοτάδι κάθε τόσο τρομερό χάος από βροχή ηλεκτροφωτισμένη. Και η κραυγή εκείνη έξω πάντα επίμονη, ακούραστη, πάντα γεννώντας τη φρίκη και την ανατριχίλα, αντηχούσε παράξενη, περονιάζοντας το κορμί της και τη ψυχή της.
Άνοιξε τα μάτια της. Ένα μπουρίνι δυνατό είχε μπάσει μέσα τα τζαμόφυλλα του παραθυριού. Σηκώθηκε να κλείση το παράθυρο. Ένα ράσο του παπά κρεμασμένο στον τοίχο ανέμιζε κι' ανακατευότανε με τον αέρα, σαν άνθρωπος που σπαρταρούσε μες στο σκοτάδι. Η καρδιά της έτρεμε σαν ψάρι. Σαν ζύγωσε στο παράθυρο, την έπιασε ανατριχίλα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν