United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις οσονδήποτε μακρυνόν παρελθόν και αν ανατρέξωμεν, θα εύρωμεν μέσα εις το χάος των κοσμογονικών μύθων, αλληγοριών, παραδόσεων, θρησκευτικών δοξασιών και συμβόλων, κυριαρχούσαν αμετάβλητον διά μέσου των αιώνων, από της πλέον σκοτεινής εποχής έως σήμερον, υπό μορφάς εξωτερικεύσεως διαφόρους, άλλοτε φωτεινάς και άλλοτε καλυπτομένας από τον ζόφον της μεταφυσικής ή της μυστικοπαθείας, την ιδέαν του Έρωτος.

Αλλά τόσο πλεγμένες είναι η μια με την άλλη, ώστε όποιοι στην εποχή μας παράβλεψαν την ιστορικήν ακρίβεια, και τις διάφορες φορεσιές σ' ένα δράμα τις πήραν από διάφορες εποχές, — το αποτέλεσμα ήταν ότι η σκηνή μετατράπηκε σε κείνο το χάος των κοστουμιών, σε κείνη την καρικατούρα των αιώνων, το φανταστικό &Μπαλ Μασκέ&, με τέλεια καταστροφή κάθε δραματικής και γραφικής εντυπώσεως.

Ο ορνιθών θα ήνε πολύ στενός διά την αμάθειαν σου· μάθε πολλά, και θα γίνη ευρύς διά την σοφίαν σου. Ακόλουθοι τα βήματά μου και ουδέποτε θα κουρασθής. Έν άπειρον θα εγκλείσω εις τους οφθαλμούς σου, και έν ακόμη άπειρον εις τα ώτα σου. Και όμως ουδ' αυτά θα σε βοηθήσουν, διά να περιβάλης το χάος της ανθρωπίνης ψυχής. Εν τούτοις ακολούθει με. Ίσως ίδης, και ίσως ακούσης.

Σαν του Μαζέπα τάλογο πηγαίνω 'στά τυφλά, σφαλώ ταυτιά μου 'στή βοή και 'στής βροντής τον κρότο, κι' αισθάνομαι τα γένεια μου να μου τα τσουρουφλά όλου του κόσμου το βαρύ και φλογισμένο χνώτο. Κατάρα και ανάθεμα!... εις ένα κόσμον φθάνω, που των ανθρώπων δεν φυσούν φαρμακωμένα χνώτα, αλλ' ένα χέρι έξαφνα, πριν 'λίγο ν' ανασάνω, με σφονδυλίζει απ' εκεί 'στό χάος όπως πρώτα.

Εκεί είναι όλα τα είδη των ανθρώπων, ένα χάος, μια σαλάτα, όπου καθένας ζητεί την ηδονή κι' όπου σχεδόν κανείς δεν τη βρίσκει, τουλάχιστο όπως μου φάνηκε.

Πίστευαν οι Εθνικοί πως να ταγγίξης μονάχα τάγαλμα εκείνο, και ξαναγίνεται χάος ο κόσμος. Κι ως τόσο ένας σταλήθεια αθεόφοβος στρατιώτης μ' αξίνι στο χέρι βαρύ σκαλώνει απάνω, κ' εκεί που κ' οι Χριστιανοί ακόμα πρόσμεναν κοσμοχαλασιά, καταφέρνει μια στο μάγουλο του θεού, και πέφτει το μάγουλο κάτω. Άλλη μια τσικουριά, κατόπι άλλη, και κατρακυλούν τα κομμάτια, ώσπου θρουβαλιάστηκε όλο τάγαλμα.

Το παράπονο από το ακορντεόν του Τσουαναντόνι έφτασε βαθειά στο χάος του πόνου της Νοέμι, σαν ένα μακρινό φως. Το αγόρι τραγουδούσε, συνοδεύοντας τη μουσική του, και η φωνή του θλιμμένη από μια ανέκφραστη μελαγχολία γέμιζε τη νύχτα με γλυκύτητα και λάμψη. Η Νοέμι, γονατιστή ακόμη κοντά στο κάθισμα όπου βρισκόταν το ξόδι της ντόνας Ρουθ, ανασήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τριγύρω. Ήταν μόνη.

Ό,τι ηδύνατο να διακρίνη τις εις το στίλβον εκείνο σκότος, ήτο μόνον έν χάος πλωτόν. Δεν εφαίνετο πλέον άστρον ούτε πούλια, ούτε πετεινός ελάλει, ούτε ωρολόγι εσήμαινεν. Εφαντάζετό τις ότι η νύκτα εκείνη του φθίνοντος Νοεμβρίου δεν έμελλε ποτέ να τελειώση. Αίφνης περί τα μεσάνυκτα ηκούσθη μεγάλη, εξωτική κραυγή: — Πι,πι,πι! πι,πι! πι,πι! Η φωνή εκείνη ήτο ανεξήγητος.

Τέλος πάντων μισαπεθαμμένοι και οι τρεις από την δίψαν και από το απόσταμα, έφθασαν εις ένα βουνόν γεμάτον από φοβερωτάτους κρημνούς και χάος.

Και ζερβόδεξα φαντάσματα να κατεβαίνουν απάνω μας, με τον όγκο τους να μας πνίγουν, πανιά και ξάρτια καραβιών άλλων που έτρεχαν αιθεροπλανημένα νομίζεις να εύρουν τον πόρο τους. Οι ναύτες τυλιγμένοι στην ομίχλη μόλις εξεχώριζαν, ψυχές ανεμοκίνητες που ταξειδεύουν στο χάος.