United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από μακρυά, αχ' το βουκουλιό, ακούγεται φλογέρα. Κάπου βροντάει μια τουφεκιά ή κυνηγού ή δραγάτη, Και κάπου κάπου ο αντίλαλος βραχνό τραγούδι φέρνει Του αλογολάτη, του βαλμά, οπού γυρνάει κ' εκείνος. Του κάμπου τάγρια τα πουλιά γυρνούν αχ' τες βοσκές τους, Και μ' άμετρους κελαϊδισμούς μέσ' στα δέντρα κουρνιάζουν· Σκαλώνει ο γκιώνης στο κλαρί και κλαίει τον αδερφό του.

Σκαλώνει λοιπόν κι ανεβαίνει με το φεγγάρι κατακεί που είτανε μαζεμένοι οι αλλόπιστοι και κάμνανε ζιαφέτι. Σημαδεύει από κάμποσο αλλάργα ένανε στεκάμενο παραόξω, του «παίζει» μια, και κάτου ο Χουσεήνης, πρι να ξημερωθή και αυτουνού το βόλι. Μια και δυο, πίσω στο Καπελιό, και τα λέει. Κατόπι στης κερά Φρόσως, και τους είπε και κει πως το βόλι του βρήκε το νοικοκύρη του.

Σκόρπια στις ψάθες και στα χαλιά πωρικά, μισοφαγωμένα κι αλάκερα. Ως μήτε τα σερμπέτι δε σώθηκε. Σκαλώνει το γιασουμί από κρεββατές κι από κάγκελα, που λες και πασκίζει να τους καλοδή τους γλυκοπλαγιασμένους αυτούς κρίνους, και να μάθη αν είναι αλήθεια όλα τα καμάρια που ψάλλουν τα τραγούδια για την ομορφιά τους. Μπορείς άφοβα να χωθής παραμέσα. Να ξυπνήσουν τέτοιαν ώρα οι καλές μας, αδύνατο.

Σαν ο γόνος του μελισσιού που ρίχνει και φεύγει από το κρινί και σκαλώνει απανωτό στριμωμμένο στο πρώτο κλωνάρι του κλαριού που τυχαίνει μπροστά του και το κλωνάρι μαυρίζει ολόβολο, έτσι μαύρισαν τώρα τα κάτασπρα εκείνα κι αστραφτερά σα χιόνια μαρμαροσώρια, από τα πλήθη που κόλλησαν απανουθιό τους.

Πίστευαν οι Εθνικοί πως να ταγγίξης μονάχα τάγαλμα εκείνο, και ξαναγίνεται χάος ο κόσμος. Κι ως τόσο ένας σταλήθεια αθεόφοβος στρατιώτης μ' αξίνι στο χέρι βαρύ σκαλώνει απάνω, κ' εκεί που κ' οι Χριστιανοί ακόμα πρόσμεναν κοσμοχαλασιά, καταφέρνει μια στο μάγουλο του θεού, και πέφτει το μάγουλο κάτω. Άλλη μια τσικουριά, κατόπι άλλη, και κατρακυλούν τα κομμάτια, ώσπου θρουβαλιάστηκε όλο τάγαλμα.

Σαν ο γονός του μελισσιού που ρίχνει και φεύγει από το κρινί και σκαλώνει απανωτό στριμωμμένο στο πρώτο κλωνάρι του κλαριού που τυχαίνει μπροστά του και το κλωνάρι μαυρίζει ολόβολο, έτσι μαύρισαν τώρα τα κάτασπρα εκείνα κι αστραφτερά σα χιόνια μαρμαροσώρια, από τα πλήθη που κόλλησαν απανουθιό τους.