United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τας φοβεράς τρικυμιώδεις νύκτας, ότε το πέλαγος εκείνο το άγριον ανέτρεπεν ως καρυόφλοια τα μικρά πλοιάρια, ήνοιγε τα παράθυρον το μικρόν, το βλέπον προς εκείνο το αντιλαλούν του Κάστρου όρυγμα, και εφώναζε ή εθρήνει μάλλον: — Μανώλη, παιδί μου ου ου ου ου! — Ου ου ου ου ου! Έφθανε βοϋζων ο θρήνος κάτω εις το Διαπόρτι, όπου ο Μανώλης άφοβα ησύχαζε μεταξύ των δύο εκείνων σκοπέλων.

Και αν τους νικήσωμεν θα περάσωμεν του λοιπού άφοβα και ατάραχα. Απεφασίσαμεν τον πόλεμον και επιστρέψαντες εις το πλοίον εκάναμεν τας ετοιμασίας μας. Αιτία δε του πολέμου θα εγίνετο η άρνησις του φόρου, καθότι ήτο ο καιρός της πληρωμής. Και αυτοί μεν έστειλαν και εζήτουν τον φόρον, αυτός δε απεδίωξε τους απεσταλμένους με περιφρονητικήν απάντησιν.

Εκαφχιώταν πια πως ημπορούσε, ακούς, να κατεβή τα μεσάνυχτα στης Τσάτουμας κάτου τον τράφο, όπου κρατούν ξωθιές και καλομοίρες. Κ' ημπορούσε να πάη σε κάθε βαλτερόν τόπο, και σε κάθε λαγκαδιά, που κρατούν αερικά και κακά ζιζάνια. Να τα βγάλη στο σβίδο, να παλέψη άφοβα κι αντρειωμένα μαζί τους.

Εάν λοιπόν τυχαίνη συ να γνωρίζης από αυτά τα μαθήματα, ποίον είναι ωφέλιμον και ποίον βλαβερόν διά την ψυχήν, άφοβα ημπορείς να αγοράσης μαθήματα και από τον Πρωταγόραν και από οποιονδήποτε άλλον· εάν δε δεν γνωρίζης, πρόσεχε, φίλτατε, μήπως παίξης εις την τύχην και κινδυνεύσης τα προσφιλέστερα εις τον κόσμον πράγματα.

Αλλ’ όμως επειδή συμπατριώτης είμαι δικός σας, ακούστε με τούτο σας κηρύττω: αν ίσως και κανείς σε σας τον βασιλέα ποιος σκότωσε γνωρίζει, τον προστάζω να ’λθή καταλεπτώς να φανερώση εμένα την πράξιν. Αν ο ένοχος ο ίδιος φοβάται το φοβερό που ετέλεσε να ειπή το κρίμα, μήπως και λάβη την ποινήν όπου τ’ αξίζει, κηρύττω εγώ πως άφοβα να πη το κρίμα μπορεί και, λέγω, απείραχτον θα τον αφήσω.

Τώρα που σα συνεπαρμένος απ' τη γοητεία της φεγγαρίσιας ευτυχίας είχε γείρει στον κόρφο της να κοιμηθή, τώρα τον κύτταζε άφοβα, τώρα τον φιλούσε όλονε με τα πρωτοξύπνητα γυναικεία μάτια της, τον άντρα τον αγαπημένο. Τι ζεστά που μύριζαν τα γλυκά μαλλιά του! σαν κάτι ζωντανό και δυνατό που της ήτονε φόβος μαζί και λαχτάρα.

Και τούπες τότες, Πάτροκλε λεβέντη, περγελώντας «Ωχ ωχ, ο σκύλος τι αλαφρύς! βουτιές που σου τις παίρνει. 745 Μα αν γίνει αφτός θαλασσινός, τι λόγος, ένα πλήθος θα θρέψει, απ' τα καΐκι του πηδώντας και στον πάτο σφουγγάρια ψάχνοντας να βρει, κιας είναι οργιές το βάθος, σαν που στον κάμπο να! άφοβα πηδά απ' τ' αμάξι τώρα. Έχουν λοιπόν στο κάστρο τους κι' οι Τρώες μπεχλιβάνια750

Άφοβα να μεθάτε με τα ρήματά τους ο Χριστός ορίζει, γιατί στον αμπελώνα τον καλόν η πράξεις των ωρίμασαν. Ε σεις που είσαστε στα σανίδια κει ανεβασμένοι, τραβάτε την αυλαία και ο κόσμος κάτω περιμένει. Φυλακή με της συνηθισμένες ρωμαϊκές στοές από χονδρά τούβλα. Από το δεξί μέρος και αψηλά κοντό και στενά άνοιγμα στον τοίχο, χρησιμεύοντας για παραθύρι. Άχυρα σε μια γωνιά κι' ένα κανάτι.

Θέλεις, Αφέντρα μου, να μβης εδώ μέσα να ξαπλωθής ώμορφα- ώμορφα, να καμαρώνης, για να ιδώ πώς θα φαίνωμαι όταν με βάλουν μέσα . . . ίσα κοντεύουμε να είμαστε στο μπόι; γιατί εσύ ψηλώνεις γλήγορα . . . Να τεντωθής, ολίγο συ, να ξεδιπλωθώ λίγο εγώ, ίσα θα είμαστε, πάνω-κάτω. Η παιδίσκη μειδιώσα, άκακα, άφοβα, άφησε το καλαθάκι της και κατέβη εις τον κοινόν λάκκον.

Την ερχομένην ημέραν διατρίβοντας ένθεν κακείθεν εις το νησί άφοβα, βλέπω εις την άκραν από ένα ποταμάκι ένα γεροντάκι· επλησίασα προς αυτό, του ωμίλησα και το εχαιρέτησα, αλλά δεν με απεκρίθη, παρά μόνον με την κλίσιν της κεφαλής, και ενόμισα, ότι είχε ναυαγήση ωσάν και εγώ.