United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού λοιπόν απεφασίσθη να εκτελεσθή το σχέδιον αυτό, οι Πελοποννήσιοι ήρχισαν αμέσως την πορείαν· φθάσαντες δε διά νυκτός και σύραντες εις την θαλασσαν εκ της Νισαίας τα πλοία έπλευσαν ουχί πλέον κατά του Πειραιώς, καθώς διενοούντο, είτε διότι εφοβήθησαν, είτε διότι, ως λέγεται, ημπόδισεν αυτούς ο άνεμος, αλλά προς το ακρωτήριον της Σαλαμίνος, το βλέπον προς τα Μέγαρα· εκεί υπήρχε φρούριον και φρουρά εκ τριών πλοίων όπως μήτε εισέρχεταί τις εις Μέγαρα μήτε εξέρχεται.

Μερικά εξ αυτών εσύντριψαν και διέλυσαν, και άλλα τα ανάγκασαν να διαλυθώσιν αφ' εαυτών. Ο Καραϊσκάκης τότε ευρέθη εις έν σώμα το πολυανθρωπότερον και από τους εκλεκτοτέρους συγκείμενον, το οποίον μη βλέπον άλλως την σωτηρίαν του, απεφάσισε να υπάγη κατ' ευθείαν να προσκυνήση εις τον ίδιον Αλή πασάν.

Βλέπον δε εαυτό περιτριγυρισμένον από τον λευκόν και αδιάβατον εκείνον τοίχον εγρύλλιζε κάμνον γνωστόν εις τον κύριόν του τον κίνδυνον. — Φθηνά την γλύτωσες, κατακαϋμένο, έλεγεν ο γέρων θωπεύων το παχουλόν χοιρίδιον και τους μύστακάς του συγχρόνως, εφ' ων επήγνυτο κρυσταλλουμένη η αναπνοή του. — Να ιδούμε όμως τι θα πάθης έπειτα, καϋμένο! Εξηκολούθει ο Μπάρμπα-Σταύρος.

Και επειδή ουδείς εξήρχετο εναντίον αυτών, απεχώρησαν και έκτισαν εις Λάβδαλον, επί της κορυφής των κρημνών των Επιπολών, φρούριον βλέπον προς τα Μέγαρα, το οποίον έμελλε να χρησιμεύση ως αποθήκη διά το υλικόν του πολέμου και διά τα χρήματα οσάκις επλησίαζαν εις τας Συρακούσας, είτε διά να πολεμήσουν είτε διά να εγείρουν φρούρια κατ' αυτών.

Κατ' αρχάς ο Γύλιππος εξήγαγε το ιππικόν, το οποίον ήτο εις την πόλιν, και ωδήγησεν αυτό πλησίον του τείχους των Αθηναίων εις το μέρος το βλέπον προς τας Συρακούσας, ενώ οι οπλίται, οι οποίοι ήσαν εις το Ολυμπιείον, οι ιππείς και οι ψιλοί των Συρακουσίων επλησίαζαν εκ του αντιθέτου μέρους. Αμέσως μετά ταύτα τα πλοία των Συρακουσίων και των συμμάχων εκινήθησαν.

Ω, πόσον ωραία εξυπνά όταν έχη κοιμηθή τις εις τον μικρόν κοιτώνα με το βορεινόν παράθυρον, το βλέπον προς βουνόν, εις την πατρικήν πενιχράν, καθάριον οικίαν, όπου είδέ ποτε το πρώτον άχραντον φως, πόσον ωραία εξυπνά μίαν πρωίαν του Ιουνίου, όταν έχη επανακάμψει εις τον τόπον της γεννήσεώς του μετ' απουσίαν επτά ετών! Οπόσαι μεταβολαί εντός τόσου χρόνου! Όλα σχεδόν ήσαν ως νέα πλάσις δι' εμέ.

Η Φραγκογιαννού έμεινε με την χείρα τεταμένην. Την κατέλαβε φρίκη, τρόμος, ζάλη. Εντός δευτερολέπτου ήλθεν εις εαυτήν, και είδε τον φοβερόν κίνδυνον. Ακριβώς όπισθέν της ήτο έν μικρόν παράθυρον βλέπον προς βορράν, υπόσαθρον, νοτισμένον και κακοκλεισμένον. Ως να είχε τιναχθή από έκρηξιν, εστράφη μηχανικώς, άνοιξε το παράθυρον, κ' επήδησεν έξω.

Τας φοβεράς τρικυμιώδεις νύκτας, ότε το πέλαγος εκείνο το άγριον ανέτρεπεν ως καρυόφλοια τα μικρά πλοιάρια, ήνοιγε τα παράθυρον το μικρόν, το βλέπον προς εκείνο το αντιλαλούν του Κάστρου όρυγμα, και εφώναζε ή εθρήνει μάλλον: — Μανώλη, παιδί μου ου ου ου ου! — Ου ου ου ου ου! Έφθανε βοϋζων ο θρήνος κάτω εις το Διαπόρτι, όπου ο Μανώλης άφοβα ησύχαζε μεταξύ των δύο εκείνων σκοπέλων.