United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ξωτικές λυούν τους πλεκτούς χορούς των Και χάνονταιτα ρέμματα, κι' οπίσω τους αχούς των Ακόμ' αντιλαλούν η οχθιές. Απ' όλες μια μονάχη Είδε την κόρη οπώκλαιγε και την ρωτάει τι νάχη. Τον μυστικό τον πόνο της η κόρη φανερώνει. — Βασιλοπούλα, άδικα κλαις· γεφύρι δεν στεριώνει. Ούτε θεμέλιο σταίνεταιτον Άσπρο, μα τα μάτια μας, Κόρη αν δεν έρθη απάρθενη σκλάβα μέσ' 'ς τα παλάτια μας.

Βαρδάτε όλοι απ' εμπρός γιατί θα πάρω δρόμο βαρδάτε κι' αφηνίασα, μου ήλθαν τα φεγγάρια, και με χαϊδεύουν Εριννύς και Μάγισσαις 'στόν ώμο με φίδια 'στό κεφάλι των, σκορπιούς και σαλιγκάρια. Βουνά και όρη δρασκελώ, κοιλάδας, βράχους, λόγγους, ακούω γέλοια γύρω μου μ' αλαλαγμούς και βόγγους, κι' αντιλαλούν σκουξίματα «συλλάβετε τον γέρο» κι' εγώ στιγμή δεν σταματώ, μα πού τραβώ δεν ξέρω.

Κάπου πηδούν ψηλά ραϊδιά, κάπου σουράει ο τράγος, Κι' αντιλαλούν σπηλιαίς, γκρεμοί το ποδοβολητό τους. Ξαγνάντισαν σε μια πλαγιά. Ξάφνου κραυγή αντιχάει Κι' ο αητός χουμάει βαρύς, γοργός σαν αστραπή που πέφτει Μέσ' 'ς του στερνού το μέτωπο τα νύχια του καρφώνει Και το χτυπάει με το ραμφί, με τα φτερά το δέρνει.

Κ’ έτσι η πόλις χάνεται και των παιδιών που κείτονται τ’ άθαφτα σώματα στη γη τον θάνατον γεννούν στη χώρα. Και οι παντρεμένες και οι γρηές μπρος τους βωμούς μητέρες παρακαλούν να λυτρωθούν απ’ των δεινών το πλήθος. Και αντιλαλούν του εξιλασμού φροντίδες και αναστεναγμοί! Στροφή γ΄

Τας φοβεράς τρικυμιώδεις νύκτας, ότε το πέλαγος εκείνο το άγριον ανέτρεπεν ως καρυόφλοια τα μικρά πλοιάρια, ήνοιγε τα παράθυρον το μικρόν, το βλέπον προς εκείνο το αντιλαλούν του Κάστρου όρυγμα, και εφώναζε ή εθρήνει μάλλον: — Μανώλη, παιδί μου ου ου ου ου! — Ου ου ου ου ου! Έφθανε βοϋζων ο θρήνος κάτω εις το Διαπόρτι, όπου ο Μανώλης άφοβα ησύχαζε μεταξύ των δύο εκείνων σκοπέλων.

Μόνον όταν τα παιδιά πηγαίνουν τώρα εις το έρημο χωριό μου, 'ς το Κάστρο μου, αφού προσκυνήσουν τον κάτασπρον Χριστόν με τασημένια κανδηλάκια του, αφού συνάξουν σύκα από τας αγριοσυκάς, από μέσα από τα έρημα χαλάσματα και κάππαριν από τας βραχώδεις του Κάστρου άκρας, την ώραν που θα φύγουν, πλησιάζουν με τρόμον επάνω εις το αντιλαλούν εκείνο όρυγμα, εις το κατασκότεινον βάθος του οποίου αλαλάζει και βοϋζει το αφρισμένον κύμα, ως ν' αποθνήσκη εκεί κάτω ζωντανή ψυχή, και συνάπτουν, εις το χείλος του ορύγματος καθήμενα τα άκακα παιδία, συνάπτουν πένθιμον διάλογον προς την χήραν την Αλτανού, που είχε τα πολλά παιδιά.

Νάχω και σε ψηλήν κορφή καλύβα από ρουπάκια, Νάχω με τα βοσκόπουλα σε κάθε σκάρον γλέντι, Νάχω φλογέρα να λαλώ ν' αντιλαλούν οι κάμποι, Νάχω και κόρην ώμορφη στεφανωτήν μου νάχω, Να μου βοηθάητο σάλαγο, να μου βοηθάητα γρέκια, Κι' όντας θα τα σταλάζουμε τα δειλινάτους ίσκιους, 'Σ της ρεματιάς τη χλωρασιά μαζύ της να πλαγιάζω, Να με κοιμίζη με φιλιάτους δροσερούς της κόρφους.

Ηκούσθη φωνή τρέμουσα γυναικός, από το μέρος του Χριστού το πενθίμως προς πάσαν φωνήν αντιλαλούν, όπου εγγύς ην ο οίκος της χήρας της Αλτανούς, ότε η σκαμπαβία διήρχετο κάτωθεν, ουρίως πλέουσα προς δυσμάς. — Δεν βλέπεις, αθεόφοβε τον καιρό! Επανέλαβεν ο πένθιμος αντίλαλος, πενθιμωτέραν καταστήσας την φωνήν της χήρας της Αλτανούς.