United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέτοια μέρα! — ήτο παραμονή των Χριστουγέννωναπήντησε πενθίμως η Κρατήρα, χασμωμένη και σουφρόνουσα περί τον κυρτούμενον προς τα εμπρός λαιμόν τους ημιγύμνους ώμους της· κομβώσασα δε και περιζώσασα καλώς χονδρήν λευκήν φανέλλανμόλις εγερθείσαπροσεπάθει ν' ανάψη το πυρ της εστίας.

Όταν εκεί ποτε την αιματοβαφή σημαίαν αντικαταστήση η κυανόλευκος και ο σταυρός την ημισέληνον, όταν τείνη ένθους η Ήπειρος το ους προς την Λευκάδα, ίνα ακούση την γνώριμον φωνήν πανηγυρίζουσαν την χαράν της, η Λευκάς θα μείνη βωβή, και τα κύματα της μόνον, εκπνέοντα εις της Πρεβέζης τον αιγιαλόν, θα φλοισβίσωσι πενθίμως, ότι . . . ο Βαλαωρίτης δεν ζη πλέον.

Ηκούσθη φωνή τρέμουσα γυναικός, από το μέρος του Χριστού το πενθίμως προς πάσαν φωνήν αντιλαλούν, όπου εγγύς ην ο οίκος της χήρας της Αλτανούς, ότε η σκαμπαβία διήρχετο κάτωθεν, ουρίως πλέουσα προς δυσμάς. — Δεν βλέπεις, αθεόφοβε τον καιρό! Επανέλαβεν ο πένθιμος αντίλαλος, πενθιμωτέραν καταστήσας την φωνήν της χήρας της Αλτανούς.

Ήσαν οι πρώτοι λόγοι του Χριστού, οι αναφερόμενοι υπό του Ευαγγελίου, και ήσαν λόγοι πενθίμως και αλλοκότως προφητικοί ολοκλήρου της ζωής του: «Εν τω κόσμω ην, και ο κόσμος δι' αυτού εγένετο, και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω. Εις τα ίδια ήλθε και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον».

Εξεκένωσαν τότε και δευτέραν φοράν τα όπλα των οι οπλοφόροι, άτινα αντήχησαν πενθίμως επί της λείας επιφανείας της θαλάσσης, αποχαιρετισμός ηχηρός προς τους απομακρυνομένους ληστάς και τας φευγούσας ελπίδας των. — Αιωνία των η μνήμη! είπεν ο δήμαρχος. Τι άλλο να είπη; Και θέλων να διασκεδάση την θλίψιν του ηγουμένου ηρώτησεν ολίγον ατόπως: — Τάλληρα ήτανε, γέροντα, ή λίρες;

Αλλ' επανέπεσε πάλιν και ο κρότος των αλύσεων αντήχησε πενθίμως εν τω δωματίω και η απήχησις έπληξε την καρδίαν της Μάρως, ως να έπεσαν επ' αυτής. . . — Γιάννο, δεμένος είσαι; είπεν η Μάρω θλιβερά. — Ναι, απήντησεν ούτος, προσηλών το βλέμμα εις την οροφήν, οπόθεν ήρχετο η φωνή. — Γιατί; ποιος σ'έδεσε; — Η μάνα μας. — Η μάνα μας!. . . και γιατί;

Πολλάκις κατά την ώραν του εσπερινού, καθήμενοι πλησίον του ανοικτού παραθύρου, ενώ οι κώδωνες αντηχούν πενθίμως, ως ει εθρήνουν την θνήσκουσαν ημέραν, εστέναζον κακείνοι και, ως ο Ιησούς του Ναυή, έλεγον· «Σ τ ή θ ι» τω ηλίω· αλλ' ούτος μεν επορεύετο να φωτίση τους αντίποδας, οι δε ερασταί απεχωρίζοντο περιμένοντες την επιούσαν.

Ήτο κτύπος, όστις αντήχησεν εις την κεκλεισμένην θύραν μου, κτύπος μυστηριώδης, όστις έφθασε πενθίμως μέχρι των ώτων μου· ήτον ήχος, μακρότερος από έν απλούν τ ο κ, και μυστηριωδέστερος ακόμη, όστις εύρεν ευθέως την οδόν της ψυχής μου, και κάτι αφύπνισεν εν αυτή, και κάτι διήγειρεν εν τω πνεύματί μου. — Τοκ. . . τοκ. . . τοκ!. . . Επανελήφθη και εκ δευτέρου.

Και τωόντι εθραύοντο μετά πενθίμου πατάγου εν τη νεκρά εκείνη ηρεμία οι καταπλακωμένοι των ελαιών κλώνοι, κ' εθραύετο η καρδία του Μπάρμπα-Σταύρου και εκόπτοντο τα ήπατα αυτού κ' ελύγιζον τα γόνατά του. — Ερμαίς εληαίς! Εψέλλιζε πενθίμως. Και όμως επροχώρει. Και τι ήθελε κάμει ο άφρων; αλλ' ο άνθρωπος είνε πάντοτε ανόητος.

Βοήθεια! αντήχει η κραυγή των πενθίμως εις όλην την κοιμωμένην κώμην επάνω, ως λυγμός θρηνούντων. Η βία του σιρόκου ήτο ακατάσχετος, τα κύματα, υπερπηδήσαντα μετ' ολίγον τα κρηπιδώματα της προκυμαίας, επλημμύρησαν την αγοράν, περιλούσαντα τα προαύλια των μαγαζείων και τους ωραίους ευκαλύπτους της παρά την αποβάθραν μικράς πλατείας.