United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Κυρά Ρήνη εισελθούσα εν τω δωματίω, έρριψε βλέμμα εταστικόν εις όλα εκείνα τα μαγικά ανεμομαζώματα. Έπειτα ήλθε κ' εστάθη προ της εστίας. — Ο Ανάποδοςτα χιόνια και τ' αλάτιτη φωτιά! εψιθύρισεν επιβλητικώς. Και λαβούσα από ρυπαρού μαλλίνου σακκουλίου ολίγον άλας, όπερ είχε δανεισθή επί τρεις ημέρας κατά σειράν μετά την δύσιν του ηλίου πάντοτε, το έρριψεν επί της πυράς.

Η περιώνυμος Aγγλίς ηθοποιός Siddons κατέγραψε τα εξής εις τας περισωθείσας αυτοβιογραφικάς σημειώσεις της: «Είχον την συνήθειαν να προετοιμάζωμαι διά την σκηνήν την νύκτα αφού «τα πάντα, έμενον εν σιωπή, και ησυχία εν τη οικία μου. Την παραμονήν «της πρώτης μου παραστάσεως του προσώπου της Λαίδης Μάκβεθ, εκλείσθην «κατά το σύνηθες μόνη εν τω δωματίω μου και ήρχισα να μελετώ «αποστηθίζουσα.

Καθ' όλας εκείνας τας ημέρας τα στοιχειά εξηφανίζοντο. Όπερ ενεθάρρυνε την γραίαν κ' εξηκολούθει να κατοική μέχρις εσχάτων έν τινι μικρώ δωματίω, επί της αυλής, καίουσα άσβεστον την κανδήλαν ενώπιον δύο-τριών εικονισματίων και θυμιάζουσα συνεχώς.

Όχι, άλλη μητρυιά δεν εφέρθη ποτέ τόσον σκληρή εις τον πρόγονόν της!. . . Όντως εσκέπτετο η Μάρω θλιβομένη διά την απώλειαν του Γιάννου και διά την τόσην αδιαφορίαν της μητρός της. Περιέφερε το δακρυσμένον της βλέμμα εν τω δωματίω, άτονον ήδη και ηλίθιον και από καιρού εις καιρόν εψιθύριζε με παράπονον: — Πάει αυτός, πάει τόρα αυτός!. . .

Και η Μάρω ητένιζεν αυτόν τρυφερώς, περιλαμβάνουσα αυτόν ολόκληρον εντός του βλέμματός της, μη κινουμένη καθόλου, τρέμουσα μήπως τον χάση. . . Μετ' ολίγον ο οφθαλμός της εσπαρτάρισε, τα εν τω δωματίω της παρεστάθησαν αμυδρά, συγκεχυμένα, κάτι ωσεί κινουμένη άμμος και τέλος ο οφθαλμός εκλείσθη κουρασθείς. Μικρόν κατά μικρόν κάρωσίς τις κατέλαβε τα μέλη της και απεκοιμήθη εκεί.

Εν τω δωματίω υπήρχον έτι, πλην αυτού, ο μεσίτης εκείνος, ον γνωρίζουσιν ήδη οι αναγνώσται μου, και κυρία τις, σύζυγος καθ' όλα τα φαινόμενα του οικοδεσπότου, εύσωμος και ανθηρά δέσποινα, κεκαλυμμένη διά μετάξης και τριχάπτων. — Επτακόσιαι ογδοήκοντα! είπεν αναβλέψας και θεωρών τον Κυρ Γιάννην ο κύριος ημών. — Και θα τας δώσης όλας; ηρώτησεν η κυρία. — Εννοείται όλας· απήντησεν εκείνος ηρέμα.

Εν τω νοσηρώ εκείνω δωματίω, με ολίγον φως ερχόμενον από τινος φεγγίτου την ημέραν, με ολιγώτερον την νύκτα, με μαύρον ψωμί, με το ψύχος και τας στερήσεις, γονυπετή και αλυσσίδετον προσεπάθει η Κυρά Ρήνη να παρασύρη αυτόν εις τας παραλόγους επιθυμίας της.

Αλλ' επανέπεσε πάλιν και ο κρότος των αλύσεων αντήχησε πενθίμως εν τω δωματίω και η απήχησις έπληξε την καρδίαν της Μάρως, ως να έπεσαν επ' αυτής. . . — Γιάννο, δεμένος είσαι; είπεν η Μάρω θλιβερά. — Ναι, απήντησεν ούτος, προσηλών το βλέμμα εις την οροφήν, οπόθεν ήρχετο η φωνή. — Γιατί; ποιος σ'έδεσε; — Η μάνα μας. — Η μάνα μας!. . . και γιατί;