United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν άκουσε της λυγερής τα λόγια η προξενήτρα, Γυρίζει πίσω σκυθρωπή στ’ αρχοντικό του Γιάννου Κι’ ανάμεσα σε δυο ζυγιές λαλούμενα τον βρίσκει, Χαρούμενον και γελαστόν, σιασμένον κι’ αλλαγμένον, Που τραγουδούσε κι’ έλεγε τραγούδια της αγάπης, Κι’ άμα την είδε σκυθρωπή να φανιστή μπροστά του, Κατάλαβε πώς έρχονταν χωρίς την αρραβώνα Της Μάρως της πεντάμορφης, της πολυζηλεμένης, Και καταγής σωριάστηκε, σα λαβωμένο αλάφι.

Ημέραν καθ' ημέραν ησθάνετο το θάρρος του ελαττούμενον προέβλεπεν ήδη το μέλλον φρικιών· θα ηγωνίζετο, θα ηγωνίζετο αλλ' επί τέλους θα υπέκυπτεν! — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο! ηκούσθη πάλιν υποτρέμουσα η φωνή της Μάρως, επανελθούσης εις την οπήν. Ο Γιάννος ανεπήδησεν εις την φωνήν και λησμονήσας ότι ήτο δεμένος ηθέλησε να σηκωθή.

Και η Μάρω εξηκολούθει κλαίουσα απαρηγόρητα και φωνάζουσα αδιακόπως, ως ο Γκιώνης μετά τον άδικον θάνατον του αδελφού του: — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . . Η Κυρά Ρήνη, η μήτηρ της, εφαίνετο αδιάφορος εις του Γιάννου την απουσίαν και της Μάρως τα δάκρυα.

Αλλ' έπρεπε να φύγη διά να προφυλάξη τον εαυτόν του όπως φεύγει τις των διεφθαρμένων κοινωνιών, ζητών την αγνότητα επί υψηλών κ' ερημικών βράχων. . . Κ' ενώ ταύτα εσκέπτετο συνέψαλλε μετά της Μάρως, ασυνειδήτως το παλαιόν παιδικόν των τραγούδι: — Κάθικαθικλούλα, κάθετ' η Μαρούλα και κεντάει μαντήλι με χρυσό κοντύλι!

Σαράντα μέρες πέρασαν, σαράντα μερονύχτια, Κι’ απάνω στη σαράντα μια, πριν ανατείλη ο ήλιος, Πετιέται ο Γιάννος, σα ζουρλός, πο το παχύ κρεβάτι, Αφίνει τη μαννούλα του στην αγκαλιά του ύπνου. Ζώνεται τ’ αλαφρό σπαθί κ’ αδράχνει το κοντάρι Και τρέχει-τρέχει, σαν πουλλί, σα γλήγορος πετρίτης, Και πάη στης Μάρως το χωριό, στ’ αρχοντικό της Μάρως.

Αλλ' επανέπεσε πάλιν και ο κρότος των αλύσεων αντήχησε πενθίμως εν τω δωματίω και η απήχησις έπληξε την καρδίαν της Μάρως, ως να έπεσαν επ' αυτής. . . — Γιάννο, δεμένος είσαι; είπεν η Μάρω θλιβερά. — Ναι, απήντησεν ούτος, προσηλών το βλέμμα εις την οροφήν, οπόθεν ήρχετο η φωνή. — Γιατί; ποιος σ'έδεσε; — Η μάνα μας. — Η μάνα μας!. . . και γιατί;

Η Κυρά Ρήνη διά μέσου των φλογών, είδε και την τελευταίαν φάσιν της ζωής του Γιάννου και της Μάρως. Αφ' ης ώρας τα είδε κινδυνεύοντα εις την λίμνην δεν τ' αφήκε καθόλου διά των οφθαλμών της. Αν και ήτο τόσον μακράν αυτών, εν τούτοις διά των μαγγανειών και των εξορκισμών της τα έκαμνε να την ενθυμώνται ανά παν βήμα, να αισθάνωνται την οργήν της αδιαλείπτως πλησίον των.

Έβλεπε τα γιγάντεια δένδρα του κήπου, υπό την σκιάν των οποίων τόσας φοράς μετά της Μάρως ανεπαύθη, την λίμνην, το δάσος. . . Δεκαέξ χρόνοι, όλοι κι' όλοι, παρήρχοντο έμπροσθεν του, φαιδροί άλλοτε, πένθιμοι τόρα, ως νεκροί προσφιλείς εντός των σαββάνων των. Και όμως όλα αυτά αναγκάζετο να τα αφήση, να ρίψη μακράν τα καλλίτερά του χρόνια, και να πάγη ποιός ξεύρει εις ποίον τόπον!

Μην την πιστεύσης· θα σε σφάξη, Γιάννο μου! εφώναξεν η Μάρω, ήτις ενόησε τον αδελφόν της κλονιζόμενον. Ο Γιάννος εις τους λόγους της Μάρως συνήλθεν ευθύς· ανεμνήσθη όλα τα προ μικρού παθήματά του, την εξαχρείωσιν της Κυρά Ρήνης και λαμβάνων την χείρα της Μάρως επήδησε μετ' αυτής εις την λίμνηνΝα τε!. . . εφώναξεν η μάγισσα, εν αγανακτήσει, φασκελόνουσα αυτά με τας δύο χείρας της.

Την επομένην ημέραν τω όντι η Κυρά Ρήνη, καμφθείσα υπό των δακρύων και των παρακλήσεων της Μάρως, απέλυσε τον Γιάννο της φυλακής του και του επέτρεψε να παίξη μαζί της εις την αυλήν. Τα δύο παιδία ερρίφθησαν εις τας αγκάλας το έν του άλλου μετά θέρμης. — Γιάννο μου, σ' επεθύμησα. — Κ εγώ, Μάρω μου. . . Δεν ετόλμησαν όμως να ειπούν περισσότερα.