Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Αφ' ότου η Μάρω επήγεν εις την καλύβαν της αναζητούσα τον Γιάννο, ευθύς η Κυρά Καλή εμάντευσε τους σκοπούς της αδελφής της. Και τόρα όταν είδε τα παιδία κινδυνεύοντα εις την λίμνην, έρμαιον ασπλάγχνου μητρός, έσπευσε να τα σώση και τα σφίγγει ήδη εις την αγκάλην της, ως όρνις υπό τας πτέρυγάς της τους νεοσσούς. — Κακόμοιρα παιδιά μου! κακόμοιρα παιδιά μου! έλεγε κλαίουσα μαζί των.
Μίαν ημέραν παρετήρησεν ίχνη δακρύων εις τας βλεφαρίδας του, και διά πρώτην φοράν της ήλθεν εις τον νουν, ότι αυτή θα ηδύνατο να τα στεγνώση διά των ασπασμών της. Πλήρης περιφρονήσεως προς εαυτήν διήλθε την επομένην νύκτα κλαίουσα. Ο Βινίκιος τώρα εδείκνυε πολύ ολιγωτέραν υπερηφάνειαν εις τας συνδιαλέξεις του με τον Γλαύκον.
Είχε μια μητέρα χήρα, μια καταραμένη γυναίκα, η οποία επειδή έχασεν όλα τα παιδιά της και τον άνδρα της, 'ς το τέλος, σαν ήρχοντο τα Χριστούγεννα, εκλείδωνε το σπίτι, τον εφορτώνετο 'ς τον ώμον αυτόν, το τελευταίον παιδί της, και έτρεχε 'ς τα τέσσερα, 'ς τον Γέροντα, πίσω, 'ς τον Πρόδρομον εις τον μικρόν Ασέληνον, οπού έκαμνε Χριστούγεννα, κλαίουσα την ψυχήν της με τας καλογραίας.
Την βαθύσοφον εκείνην σιγήν υπέλαβεν ούτος ως έγκρισιν, και αφού τους ηυχαρίστησε διά την σπουδαίαν συνδρομήν των φώτων και της πείρας των, απέλυσεν αυτούς, και εξετέλεσεν εκών άκων τα υπό του Απόλλωνος παραγγελθέντα. Πολλήν ώραν έκλαυσεν ούτω η δυστυχής κόρη, αλλά τέλος απέκαμε κλαίουσα, τα βλέφαρά της εκλείσθησαν υπό το φίλημα του ύπνου, και απεκοιμήθη.
Θα τον ερωτήσω δε ή μάλλον θα ερωτήσω σε αντ' αυτού — διότι καλώς πράττουσα μελετάς και απομνημονεύεις τας ωραιοτέρας των Ραψωδιών του — τι φρονείς περί αυτού όταν λέγη περί της αιχμαλώτου Βρισηίδος ότι ήτο ομοία με την χρυσήν Αφροδίτην ενώ έκλαιε τον Πάτροκλον; Και έπειτα, ως εάν δεν ήτο αρκετόν να την παρομοιάζη προς την Αφροδίτην, λέγει• Είπε δ' άρα κλαίουσα γυνή εικυία θεήσιν
Και εκεί που εθρήνει και ωδύρετο η καλή κόρη απεκοιμήθη ποιήσασα τον σταυρόν της πρώτον και ψελλίσασα μυστικούς τινας λόγους, εξ ων ηκούσθη μόνον ελαφρώς: — Άι-Βασίλη μ'! Και απεκοιμήθη κλαίουσα ακόμη και εις τον ύπνον της.
Κ' η σιδηρά πόμπα της, ανασύρουσα την άγκυραν, διά ρυθμικών βραδέων και πενθίμων κρότων, απεχαιρέτιζε τον λιμένα, κλαίουσα ναϊάς. — Τράγκα-τρουγκ! τράγκα-τρουγκ! τράγκα-τρουγκ!
Όταν μετά την συμφοράν επανείδε τον Πάπον, όστις εφαίνετο τόσον σύννους και σοβαρός, ώστε εφάνη ότι διά της συμφοράς είχε γείνει διά μιας ανήρ, η πτωχή Σειραϊνώ το Κουρτεσάκι, κλαίουσα, όσα δάκρυα της είχαν μείνει από τα ιδικά της παθήματα, η πρώτη λέξις την οποίαν εύρε να του είπη ήτον· — Καλά που δεν επήγες μαζί, παιδάκι μου.
— Πού θα πάς, μάνα επανέλαβε κλαίουσα. Ω! καίετ' η καρδιά μου! — Μην κλαις!. . . Κάπου θα κρυφτώ, σε καμμιά τρύπα. . . Ησυχία, εσείς, φρόνιμα! ως που να περάση η οργή του Κυρίου! Και λαβούσα το καλάθιον και το ραβδίον της, κατήλθε σιγά. Έκαμε τον σταυρόν της. Αίφνης εκοντοστάθη εις την τρίτη βαθμίδα της σκάλας, και στραφείσα προς την Δελχαρώ, της είπε·
Πώς δε κατελογίσθη εν υιοίς Θεού και εν αγίοις ο κλήρος αυτού εστι;» ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ'. Η αμαρτωλός και ο Φαρισαίος Σίμων ο Φαρισαίος. — Η κλαίουσα γυνή. — Η παραβολή των οφειλωτών. — Άφεσις αμαρτιών. — Ήτο αύτη η Μαγδαληνή Μαρία; «Οσμή μύρων σου υπέρ πάντα τα αρώματα, μύρον εκκενωθέν όνομά σου».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν