United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Η Ψαριανή γειτόνισσά μου κάθηται το εσπέρας εις το κατώφλιον της θύρας της, με το πρωτογέννητόν της εις την αγκάλην, και περιμένει τον άνδρα της. Ότε επιστρέφων εις την οικίαν μου διέρχομαι εξ ανάγκης έμπροσθέν της, με καλησπερίζει μειδιώσα και σχεδόν πάντοτε ευρίσκει τρόπον να είπη τι, ώστε να διακόψω τον δρόμον μου διά ν' αποκριθώ.

Ο Μανώλης όμως, κωφεύων εις τας παρακλήσεις της, μεθύων και αποθηριωμένος εκ της επαφής και του θερμού αρώματος της γυναικείας σαρκός, την περιώρισεν ανίσχυρον πλέον εις την αγκάλην του και με αδηφάγον φίλημα έπνιξε τας ικεσίας εις το στόμα της.

Μία εκ των σκηνών, αι οποίαι μου έκαμαν εξαιρετικήν εντύπωσιν εις το «Ασομοάρ» του Ζολά είνε εκείνη όπου η Γερβασία, κρατούσα εις την αγκάλην της την μικράν Νανάν, μεταβαίνει να καλέση διά το γεύμα τον σύζυγόν της Κουπώ, τζιγκοεργάτην, εργαζόμενον επί της στέγης υψηλής οικίας. Η σύζυγος τον φωνάζει, το δε νήπιον κινεί προς αυτόν το ροδαλόν του χεράκι και ψελίζει: — Να με, μπαμπά, να με!

Περί μεσημβρίαν ελλιμενίσθημεν εις Σιβιταβέκιαν. Δεν απεβιβάσθην εκεί. Έμεινα εντός του πλοίου. Προς το εσπέρας ο γέρων κρατών εις την αγκάλην το πτώμα της θυγατρός του, ως μήτηρ φέρουσα βρέφος κοιμώμενον, κατέβη την κλίμακα του ατμοπλοίου. Πέπλος λευκός εκάλυπτε την νεκράν από κεφαλής μέχρι ποδών.

Αμμή αν είνε κατά βάθος μέγα το ζητούμενον, αγκαλά και να είνε αδύνατον κατά πράξιν, οι θεοί θα μου το εκτελέσουν». Και ο Νίκανδρος: «Ας είνε όσον μέγα και εξαίσιον;» Ο Γεμιστός: «Ας είνε όσον ενδέχεται εξαίσιον και θαυμάσιον». Λέγει του ο Νίκανδρος: «Παράδοξα συντυχαίνεις, διδάσκαλε». Λέγει του ο Γεμιστός: «Διά να μη στοχασθής ότι είνε εις το μέσον καμμία απάτη, σου δίδω ελευθερίαν να προσδιορίσης εσύ το ζητούμενον, και εγώ να το ζητήσω από τους θεούς, ό,τι συ προσδιορίσης, και οι θεοί ευθύς θα μου το δώσουν». Λέγει του ο Νίκανδρος: «Ειμπορούν οι θεοί να πλάσουν νέαν πλάσινΚαι ο Γεμιστός αποκριθείς είπε: «Είπαμεν ότι τέτοιαν απόφασιν δεν έχουν οι θεοί, ύστερα από τον κατακλυσμόν του Δευκαλίωνος». Και ο Νίκανδρος: «Δεν θέλεις τους ζητήσει να πλάσουν νέαν δημιουργίαν εις όλον το πρόσωπον της γης· μόνον ένα δείγμα θέλεις τους ζητήσει». Και ο Γεμιστός είπε: «Τι λογής δείγμαΚαι ο Νίκανδρος: «Ωσάν ένα πλάσμα ανθρώπινον, οπού να μην είνε γεννημένον από γονείς κατά σάρκαΚαι ο Γεμιστός γελάσας είπε: «Το ευκολώτερον μου εζήτησεςΛέγει του ο Νίκανδρος: «Δύνασαι να το απολαύσης τούτο»; Ο γουν Γεμιστός, χωρίς να του αποκριθή, εκλείσθη εις την μιαράν φωλεάν του και ήρχισε να επικαλήται τους πονηρούς δαίμονας, συντυχαίνοντας ολοφάνερα με αυτούς και λέγοντας: «Κάμετέ μου το θέλημα τούτο, ω αθάνατοι θεοί, διά να ίδη και ο Νίκανδρος να πιστεύσηΜόλις γουν επρόφθασε να είπη τους λόγους τούτους, και ευθύς ο πονηρός δαίμων εμφανίζεται εν μορφή ευειδούς νέου ο μιαρός, με το σχήμα του θεού του Απόλλωνος, όπως τον παρίσταναν εις τα κωφά και αναίσθητα είδωλα, κρατώντας εις την αγκάλην έν νήπιον θηλυκόν, κλαυθμυρίζον, και δίδοντάς το εις τον Γεμιστόν είπε: «Λάβε ταύτην, ω Πλήθων, και γείνε τροφός να την αναθρέψης, επειδή το εζήτησες.» Ο γουν Γεμιστός έλαβε το νήπιον εκείνο, και έδειξέ το εις τον μαθητήν του, λέγοντας: «Ιδού βλέπε, ω Νίκανδρε, οπού δεν το επίστευες». Αύτη γουν η μικρά κόρη ήτον αληθώς πλάσμα του διαβόλου, και δεν εγεννήθη κατά την ανθρωπίνην φύσιν εκ συνουσίας ανδρός και γυναικός, αλλ' εγεννήθη κατά τας μεθοδείας του πονηρού δαίμονος.

Όταν ήμουν μικρή, ενθυμούμαι οπού μ' έφερεν εις την αγκάλην του ένας άνθρωπος . .. — Και τι άνθρωπος ήτον αυτός; ηρώτησεν η μοναχή. — Αυτόν μοι φαίνεται ότι τον ανεγνώρισα αυτάς τας ημέρας, αλλά δεν ειξεύρω. Αργότερα σας λέγω τούτο. — Εξακολούθει, κόρη μου. — Πόσον καιρόν μ' έφερεν εις την αγκάλην του, δεν ειξεύρω, αλλά με ηγάπα και μ' επροστάτευεν. — Έπειτα;

Τοιουτοτρόπως ο πλέον ανήσυχος περιπλανώμενος άνθρωπος ποθεί τέλος πάλιν την πατρίδα του, και ευρίσκει εις την καλύβην του, εις την αγκάλην της συζύγου του, εις τον κύκλον των τέκνων του, εις τους κόπους προς συντήρησίν των την ηδονήν εκείνην που μάτην εζήτει μακράν εις τον ευρύχωρον κόσμον.

Η όλη παρουσία της εμαρτύρει πάλην φοβεράν, και τρόμον και αισχύνην. Η μήτηρ μου ηγέρθη αμέσως, εκάλυψε με τας χείρας τους οφθαλμούς και ανέκραξε μετά φρίκης : Α ! οι Τούρκοι, οι Τούρκοι ! Και αρπάσασα τας θυγατέρας της έσυρεν αυτάς εις την αγκάλην της.

Καιρός διά ψάρευμα δεν ήτο πλέον. Η βάρκα δεν εφάνη να γυρίση. Οι ναυτικοί έλεγον ότι ο άνεμος δεν θα επέτρεπε να πλησιάσουν οι τρεις αλιείς εις την απέναντι στερεάν, αλλ' ή θα ευρίσκοντο τρυπωμένοι είς τινα μικράν αγκάλην της ακτής της νήσου, ή έπρεπε να ερριψοκινδύνευσαν να επαναπλεύσουν εις τον λιμένα. Πιθανόν να ήσαν εις το πέλαγος.

Επομένως πολύ απέχουν από το να νομίζουν ότι πρέπει να είναι μέτριαι αι κοπώσεις, εις τας οποίας υποβάλλουν αυτά μεταξύ των. Διότι εκτός αυτών τα λαμβάνουν έκαστος κάτω από την μασχάλην, και τα μεν μικρότερα εις τας χείρας, τα δε μεγαλίτερα εις την αγκάλην των, και περιπατούν πολλά χιλιόμετρα χάριν ευρωστίας όχι των ιδικών των σωμάτων, αλλά αυτών των σφαχτών.