United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω λαιμοί των αθώων Παιδιών μας, ω πλευρά Σεβάσμια των μητέρων, Γερόντων κόμαι εις τ' αίμα Αθλίως βρεγμέναι! Εκδίκησιν ζητείτε; Η φωνή σας ηκούσθη. Ποτέ εις την γην οι αθάνατοι Τους ληστάς δεν αφίνουν Ατιμωρήτους. Αν φύγωσι το δρέπανον Θανατηφόρον, φάρμακα Επί τα χείλη ευρίσκουσι Του υμεναίου, και δράκοντας Εις τα ποτήρια.

Τέλος με φωνήν τραγωδού προφέρων ελληνιστί τα ονόματά των, είπε: — Ζευ, Απόλλων, Ήρα, Αθηνά, Περσεφόνη και σεις πάντες θεοί αθάνατοι! Διατί δεν μας εβοηθήσατε; Τι έπραξεν εις τους κακοδαίμονας αυτούς χριστιανούς η δύστηνος αύτη πόλις και την επυρπόλησαν; — Είνε εχθροί του ανθρωπίνου γένους και εχθροί σου! είπεν η Ποππέα. Τότε όλοι ομού: — Απόδος δικαιοσύνην! Τιμώρησον τους εμπρηστάς!

Μα αφτός εδώ να πάντα του πρωτιά γυρέβει απ' όλους. σ' όλους μας θέλει κεφαλή, να γίνεται κι' αφέντης, σ' όλους να δίνει προσταγές, και πιος θαν τα σηκώσει; Κι' αν οι αθάνατοι θεοί τον κάνανε αντριωμένο, 290 για αφτό του πρέπει προσβολές να χύνει κι' απ' τη γλώσσα

Κι' ο θεός τρύπωσε εφτύς τρεχάτος 135 μέσα στο κύμα του γιαλού· κι' η Θέτη σαν τον είδε, τον πήρε και τον έκρυψε μες στο λεφκό της κόρφο, τι απ' του Λυκούργου τις φωνές τρεμούλιαζε σα φύλλο. Έτσι οι γλυκόζωοι θεοί τον μίσησαν, κι' ο Δίας τον τύφλωσε, και πια πολύ δεν έζησε στον κόσμο μιας κι' οι αθάνατοι θεοί τον πήραν όλοι σ' έχτρα. 140 Έτσι ούτε εγώ με τους θεούς να πολεμάω δε θέλω.

Ποιος θα με σώση, ποιος θα μου είναι βοηθός απ’ τους θεούς, απ’ τις θεές; Τι άλλο μου μένει το λοιπόν ή να προσπέσω εγώ στ’ αγάλματα των πατρικών θεών; Αλλοίμονο, ω αθάνατοι, με τους λαμπρούς βωμούς, καιρός τ’ αγάλματά σας ν’ αγκαλιάζομε, τι να στεκόμαστε να πολυαναστενάζομε; Ακούτ’ ή δεν ακούγετε ασπίδων χτύπο; Πότε θενά τα ντύσομε λιτανευτά με πέπλους και με στέφανα αν όχι τώρα; Είδα έναν χτύπο, βρόντημα όχι από ’να δόρυ.

Διότι οι ταλαίπωροι εκείνοι πιστεύουν ότι θα μείνουν αθάνατοι και ότι θα ζήσουν διά παντός, δι' ο καταφρονούν τον θάνατον και εκουσίως παραδίδονται πολλάκις εις αυτόν.

Είπε κ' εκείνους άφησεν, όπ' ήσυχα εβαδίζαν, και αυτός ογλήγορ' έφθασετο δώμα του κυρίου. 255 εμπήκε κ' ευθύς κάθιζε μαζή με τους μνηστήραις, αντίκρυτον Ευρύμαχον, όπ' υπεραγαπούσε. ευθύς μερίδα του 'φεραν κρεάτων οι υπηρέταις, και άρτον κατόπ' η σεβαστή κελλάρισσα, να φάγη. τότ' ο Οδυσσέας έφθασε και ο θείος χοιροτρόφος, 260 κ' έμειναν• ήλθεν ως αυτούς της βαθουλής κιθάρας ο ήχος, ότ' ήδ' άρχιζεν ο Φήμιος το τραγούδι• κ' είπε, το χέρι σφίγγοντας του χοιροτρόφου, εκείνος• «Εύμαιε, τούτα' ναι τα λαμπρά παλάτια του Οδυσσέα• ότι και ανάμεσα πολλών καθείς τα ξεχωρίζει• 265 πρώτα θωρώ και δεύτερα, και αυλήν έχουν ωραία με τείχος και με στέφανα, με θύρα στερεωμένη δίφυλλη• ποιος περήφανα θα τα καταφρονούσε; και άνθρωποι μέσα πάμπολλοι, θαρρώ, συμποσιάζουν• ευωδιαστός βγαίνει καπνός, και ηχεί μέσα η κιθάρα, 270 'που της τραπέζης σύντροφον οι αθάνατοι διωρίσαν».

Και αι μεν ψυχαί αι καλούμεναι αθάνατοι, όταν φθάσωσιν εις το ακρότατον σημείον του ουρανού υπερβάσαι τον ουράνιον θόλον στέκονται επάνω εις αυτόν, εκεί δ' ευρισκόμεναι περιάγονται υπό της περιφοράς, εν ώ θεωρούσι το έξω του ουρανού σύμπαν.

Πρώτον μεν οι δύο σας παραδέχεστε ότι οι θεοί γνωρίζουν και βλέπουν και ακούουν τα πάντα και ότι δεν είναι δυνατόν να διαφύγη αυτούς τίποτε από όσα υπόκεινται εις τας αισθήσεις και εις την επιστήμην; Αυτό φρονείτε δι' αυτά ή πώς αλλέως; Αυτό. Και τόρα πάλιν; Ότι είναι ικανοί δι' όλα όσα έχουν την δύναμιν να κάμουν οι θνητοί και οι αθάνατοι; Βεβαίως πώς δεν θα συμφωνήσουν ότι και αυτά είναι ορθά;

Μέρες εννιά οι αθάνατοι θεοί λογομαχούνε για το νεκρό τον Έχτορα και το γοργό Αχιλέα, και θεν το λείψανο ο Ερμής να κλέψει· εγώ όμως όχι! τέτια να πάθει συφορά δε θέλω ο Αχιλέας. 110 τι την αγάπη δεν ξεχνάω που σούχω και το σέβας.