Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας• «Φίλε, και συ χαίρε πολύ' κ' οι αθάνατοι ας σου δώσουν κάθε καλό, και το σπαθί ποτέ να μη ποθήσης τούτ', όπ', αφού μ' επράυνες με λόγους, μου χαρίζεις». 415
Στροφή Α Ω φιλτάτη πατρίς, Ω θαυμασία νήσος, Ζάκυνθε· συ μου έδωκας Την πνοήν, και του Απόλλωνος Τα χρυσά δώρα! Και συ τον ύμνον δέξου· Εχθαίρουσιν οι Αθάνατοι Την ψυχήν, και βροντάουσιν Επί τας κεφαλάς Των αχαρίστων. Ποτέ δεν σε ελησμόνησα, Ποτέ· — Και η τύχη μ' έρριψε Μακρά από σε· με είδε Το πέμπτον του αιώνος Εις ξένα έθνη
Τούτα ενώ εκείνος έζυαζε 'ς τα βάθη της ψυχής του, τρανό κύμα τον έφερε προς τ' άγριον ακρογιάλι• 425 και θα 'γδερν' όλος, θα 'σπαε και όλα τα κόκκαλά του, εάν δεν τον εδίδαχνεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• με τα δυο χέρια τ' άρπαξε την πέτρα, και βογγώντας κρατιόνταν, ως 'που επέρασε το μέγα εκείνο κύμα. κ' έτσι εφυλάχθη, αλλ' έγυρε με ορμή το κύμα οπίσω, 430 κ' έκρουσ', επέταξεν αυτόν 'ς το πλάτος της θαλάσσης. και ως ότε, απ' το θαλάμι του αν σύρουν τ' οκταπόδι, εις τα μαζάρια του κολλούν πυκνότατα χαλίκια, όμοια 'ς ταις πέτραις έμειναν απ' τ' ανδρικά του χέρια τα γδάρματα• τον σκέπασε το μέγα κύμα• τότε 435 πάρωρα θα τελείονεν ο άμοιρος Οδυσσέας, φρόνησιν αν δεν του 'διδεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• απ' ένα κύμα των πολλών, 'που 'ς την στερηά βροντούσαν, εβγήκε, κ' έπλεε παρακεί, την γη κυττώντας, ίσως ακρογιαλιαίς απόσκεπαις και αράσματ' απαντήση. 440 αλλ' ότ' έφθασε πλέοντος εις ποταμού το στόμα, 'που εκύλα ωραία, κάλλιστος εκεί του εφάνη ο τόπος, χωρίς πέτραις και ανάνεμος• και άμ' ένοιωσε 'που εκύλα, μέσα του ευχήθη• «Βασιληά, εισάκου μ', όποιος είσαι• 'ς εσέ τον πολυεύχετον προσπέφτω, από τα βάθη 445 ως φεύγω τους φοβερισμούς του σείστη Ποσειδώνα. προς τον περιπλανώμενον κ' οι αθάνατοι έχουν σέβας, καθώς εγώ εις το ρεύμα σου τώρ' ήλθα και προσπέφτω 'ς τα γόνατά σου, απ' τα πολλά τα πάθη ν' ανασάνω. ελέησέ με, βασιληά, και ικέτης σου καυχιούμαι». 450
Διότι δεν αρκεί ότι είνε αθάνατοι διά να είνε δι' αυτό και καλλιτέρα η θέσις των• εξ εναντίας διά τούτο η τύχη των είνε χειροτέρα, διότι τους μεν ανθρώπους ελευθερώνει ο θάνατος, διά σας δε το πράγμα τραβά εις μέγα μάκρος, η δουλεία σας γίνεται αιωνία και στρέφεται εις ατελεύτητον κλωστήν.
'Σ αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 390 «Αχ! από μιας είν' άπιστη 'ς τα στήθη σου η καρδία• εις τα χαμένα ωρκίσθηκα και δεν σε καταπείθω. ρήτραν λοιπόν ας κάμουμε• και μάρτυρες ας ήναι οι αθάνατοι όλοι επάνω μας, οι κάτοικοι του Ολύμπου.
Αυτός λοιπόν εκάθησε σιμά εις τον Κρονίδην Μεγαλοκαμαρόνοντας· και τον εφοβηθήκαν Αυτ' οι αθάνατοι θεοί· και πλέον δεν τον δέσαν. Εκείνα τώρα θύμισ' τον, και κάθησε σιμά του· Και πιάσ' τον απ' τα γόνατα, και παρακάλεσέ τον, Τους Τρωαδίτας, αν δεχθή· διά να βοηθήση, 'Σταις πρύμναις και 'ς την θάλασσαν τους Αχαιούς να διώξουν, Σκοτόνοντας, για να χαρούν τον βασιλέα όλοι.
Το σκαρί της όμως δεν είταν από μαζώχτρες. Εκεί καταστάλαξε, μα πούθε ξεκίνησε, ένας θεός το κατέχει. Α με πολυσφίξης, θα σου αποκριθώ πως ξεκίνησε από λαμπρότερων αιώνων αγκάλες, από τα μακαρισμένα τα χρόνια που οι αθάνατοί μας τεχνίτες βρίσκανε πρότυπα όπου κι αν πρωτογύρευαν.
Τέλος πάντων, εθυσίασαν τα δύο ζώα, και τα έβαλαν διά να καούν με πλήθος θυμιαμάτων, με αρωματικά και με φτερά των πουλιών, τα οποία όλα έκαμαν ένα τόσον πυκνόν καπνόν, που ήθελε πνίξη αυτός τους δύο θεούς, αν δεν ήσαν αθάνατοι. Ακολουθώντας αυτούς ο καπνός δεν έλειψε που να κάμη να τρέξουν άπειρα δάκρυα από τους οφθαλμούς των και να φτερνίζωνται κάθε ολίγον.
Αθάνατοι δεν είναι. Λοιπόν και συ κάμε καρδιά. Απόψε, πριν αρχίση μέσ' 'ς ταις καμάραις να πετά τυφλά η νυκτερίδα, πριν κράξη τον ασκάθαρον η σκοτεινή Εκάτη το νυσταγμένον σήμαντρον της Νύκτας να βοΰση, πράγμα φρικτόν και φοβερόν θα γείνη! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι θα γείνη;
Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Όχι, δεν θέλουν άγνωστη να μείνη η γενεά σου οι αθάνατοι, αν σ' εγέννησε τέτοιον η Πηνελόπη. αλλά μ' αλήθεια λέγε μου• τι τράπεζα είναι τούτη; και τι το πλήθος; και προς τι τα θέλεις τούτα; γάμος 225 είναι ή συμπόσιον; επειδή συντροφικά δεν είναι• με πόσην υπερήφανην αποκοτιά συντρώγουν, κύττα, μέσα 'ς τα δώματα• σφόδρα θ' αγανακτήση όποιος και αν έλθη φρόνιμος τόσ' άπρεπα θωρώντας».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν