United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τούτα ενώ εκείνος έζυαζετα βάθη της ψυχής του, τρανό κύμα τον έφερε προς τ' άγριον ακρογιάλι• 425 και θα 'γδερν' όλος, θα 'σπαε και όλα τα κόκκαλά του, εάν δεν τον εδίδαχνεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• με τα δυο χέρια τ' άρπαξε την πέτρα, και βογγώντας κρατιόνταν, ως 'που επέρασε το μέγα εκείνο κύμα. κ' έτσι εφυλάχθη, αλλ' έγυρε με ορμή το κύμα οπίσω, 430 κ' έκρουσ', επέταξεν αυτόντο πλάτος της θαλάσσης. και ως ότε, απ' το θαλάμι του αν σύρουν τ' οκταπόδι, εις τα μαζάρια του κολλούν πυκνότατα χαλίκια, όμοιαταις πέτραις έμειναν απ' τ' ανδρικά του χέρια τα γδάρματα• τον σκέπασε το μέγα κύμα• τότε 435 πάρωρα θα τελείονεν ο άμοιρος Οδυσσέας, φρόνησιν αν δεν του 'διδεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• απ' ένα κύμα των πολλών, 'πουτην στερηά βροντούσαν, εβγήκε, κ' έπλεε παρακεί, την γη κυττώντας, ίσως ακρογιαλιαίς απόσκεπαις και αράσματ' απαντήση. 440 αλλ' ότ' έφθασε πλέοντος εις ποταμού το στόμα, 'που εκύλα ωραία, κάλλιστος εκεί του εφάνη ο τόπος, χωρίς πέτραις και ανάνεμος• και άμ' ένοιωσε 'που εκύλα, μέσα του ευχήθη• «Βασιληά, εισάκου μ', όποιος είσαι•εσέ τον πολυεύχετον προσπέφτω, από τα βάθη 445 ως φεύγω τους φοβερισμούς του σείστη Ποσειδώνα. προς τον περιπλανώμενον κ' οι αθάνατοι έχουν σέβας, καθώς εγώ εις το ρεύμα σου τώρ' ήλθα και προσπέφτωτα γόνατά σου, απ' τα πολλά τα πάθη ν' ανασάνω. ελέησέ με, βασιληά, και ικέτης σου καυχιούμαι». 450

Είχα 'πη στην αρχή πως δε θα την εύρισκα, εκεί που έτρεξα, ζωντανή. — τόσο βαριά και τόσο άσχημα είχε πέσει η καϋμένη, — κ' είχε πανιάσει το πρόσωπό μου πλειότερο κι από το δικό της. Σα μ' αναμέρισαν εμένα, τραβήχτηκα σε μια τούφα κ' έκατσα ν' ανασάνω. Αυτή αγάλια αγάλια ήρθε στα συγκαλά της και τη σήκωσαν να κινήσουμε γιατ' είχε περάσ' η ώρα, είχε δύσει ο ήλιος.

Σαν του Μαζέπα τάλογο πηγαίνω 'στά τυφλά, σφαλώ ταυτιά μου 'στή βοή και 'στής βροντής τον κρότο, κι' αισθάνομαι τα γένεια μου να μου τα τσουρουφλά όλου του κόσμου το βαρύ και φλογισμένο χνώτο. Κατάρα και ανάθεμα!... εις ένα κόσμον φθάνω, που των ανθρώπων δεν φυσούν φαρμακωμένα χνώτα, αλλ' ένα χέρι έξαφνα, πριν 'λίγο ν' ανασάνω, με σφονδυλίζει απ' εκεί 'στό χάος όπως πρώτα.

Κι αν με λερώση ο κορνιαχτός κι' αν με μαυρίση ο ήλιος, Απάνου εκεί θα να νιφτώτο κρύο νερό της βρύσης, 'Στά γρέκιατα προσκάμνια μου θα γείρω ν' ανασάνω, Θα να βοηθήσω 'ς τ' άρμεγμα του γέρου μου πατέρα, Και σαν νυχτώσουν τα βουνά και πάη αυτόςτο σκάρο, Τ' αδράχτι, η δρούγα κι' ο αργαλειός μ' ακαρτερούν εμένα. Δώδεκα μέρες κούρευαν, δώδεκα μέρες δέναν.

Είχα 'πη στην αρχή πως δε θα την εύρισκα, εκεί που έτρεξα, ζωντανή, — τόσο βαριά και τόσο άσχημα είχε πέσει η καϋμένη, — κ' είχε πανιάσει το πρόσωπό μου πλειότερο κι από το δικό της. Σα μ' αναμέρισαν εμένα, τραβήχτηκα σε μια τούφα κ' έκατσα ν' ανασάνω. Αυτή αγάλια αγάλια ήρθε στα συγκαλά της και τη σήκωσαν να κινήσουμε γιατ' είχε περάσ' η ώρα, είχε δόσει ο ήλιος.