Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Ως κι' ο αγέρας, που ανασταίνω, Και κακό απ' αυτόν παθαίνω, 440 Στα πλεμόνια μου ανημπόρια Προξενάει με στενοχώρια. Μ' ένα λόγο· εγώ σ' ολίγο, Μάνα μου, αποδώ αν δε φύγω Σ' άλλο μέρος να περάσω, 445 Τη ζωή μπορώ να χάσω. Ναι, του λέει εκείνη, τώρα, Να μισέψομε στην ώρα.

Αυτά 'πε και παράγγειλε ταις δούλαις η Αρήτη ευθύς να στήσουν τρίποδα μεγάλοντην φωτία• και αυταίς λουτρικόν τρίποδατην φλόγα μέσα εστήσαν, 435 έχυσαν μέσα το νερό και κάτω ξύλα εκαίαν• και ζών' η φλόγα την κοιλιά και το νερά θερμαίνει. η Αρήτη ωστόσο το λαμπρό κιβώτιο για τον ξένον έφερε από τον θάλαμο, τα δώρ' αυτού να θέση, τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που οι Φαίακες του δώσαν• 440 κ' έθεσε μέσα φόρεμα κ' έναν χιτώνα ωραίον• και προς αυτόν ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «Συ τώρα ιδέ το σκέπασμα, δέσε καλά τον κόμπο, μητο ταξείδι, οπού θα πας, κανένας σ' αδικήση, ενώ κοιμάσαι ύπνο γλυκότο ολόμαυρο καράβι». 445

Λέχτηκε πως της είταν και κάτι πιώτερο παρά φίλος, και μάλιστα σώζεται κάποιο σαν παραμύθι για ένα σπάνιο μήλο που της έδωκε ο Θεοδόσιος, και κείνη πάλε το χάρισε του Παυλίνου, κ' έτσι πιάστηκε από τον άντρα της, που από τότες πια δεν τηνέ συχώρεσε. Η αλήθεια είναι πως στα 440 θανατώθηκε ο Παυλίνος.

Αυτά 'παν κ' εχωρισθήκαν να εύρη επήγ' εκείνητην θείαν Λακεδαίμονα το τέκνο του Οδυσσέα. 440 Ραψωδία Ξ Και απ' τον λιμέν' ανέβη αυτός το άγριο μονοπάτι εις όρ', εις δάση, όπ' η Αθηνά του 'πε ότι μένει ο θείος χοιροβοσκός, 'που εγκαρδιακά το βιο του συντηρούσε, απ' όσους δούλους έλαβεν ο θείος Οδυσσέας.

αυτούς ο θείος αοιδός και ο Μέδοντας τότ' ήλθαν από τα οδύσσεια δώματα, την κλίνην άμ' αφήσαν· 440 και, ως έμπροσθέν τους στήθηκαν, απόρησε καθένας. ο συνετός ο Μέδοντας τότ' είπε προς εκείνους· «Ακούτε μ', Ιθακήσιοι· χωρίς των αθανάτων την θέλησι δεν έγειναν τα έργα του Οδυσσέα· άφθαρτον είδα εγώ θεόν εις το πλευρό να μένη 445 του Οδυσσέα, και ώμοιαζε τον Μέντορατην όψι. κείνος ο αθάνατος θεός πότε τον Οδυσσέα θάρρευ' εμπρός του φανερός, και πότε τους μνηστήραιςτο μέγαρο ετρικύμιζε, κ' εκείνοι έπεφταν όλοι».

Κι' οι Δαναοί, θωρώντας τον πως έφεβγε απ' τη μάχη, 440 πιο ορμούν απάνου στους οχτρούς και ξαναβρίσκουν θάρρος.

Πάγωσε ο Αίας κι' έκραξε παρέκει τ' αδερφού του «Τέφκρο μου, πάει πια χάσαμε το μπιστεμένο φίλο, το γιο του Μάστορα, που εμείς σαν ήρθε απ' το νησί του πατέρα λες τον είχαμε στον πύργο μας. Να, τώρα του Έχτορα τον σκότωσε η χέρα η μεστωμένη. 440 Μα πούναι τώρα οι φτερωτές σαΐτες σου, αδερφέ μου, και το δοξάρι σου που ο γιος σου χάρισε του Δία

Λέξη Της Ημέρας

θεληματικόν

Άλλοι Ψάχνουν