Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Ίσως που πολεμούσε με κοντάρια και με σαΐτες, αντί με μολύβι και με φωτιά. Ίσως που είταν ένας και μοναχός σε μια λάκερη Πόλη. Ένας είταν, κ' ένας μας έμεινε. Σήκω, να πάμε στου φίλου. Ανάπαψη δε θα βρούμε και δω. Ανάγκη δεν είναι να μπούμε από τις πόρτες τις μαρμαρένιες. Μπορούμε, και πρέπει να μπούμε σα σφίγγες από μια τρύπα, και να σύρουμε ίσια στ' αυτί του να του πούμε δυο λόγια.
Τι οι πρώτοι από σαΐτες κι' από κοντάρια κοίτουνται στα πλοία χτυπημένοι. Σαΐτα του Τυδέα ο γιος, και κονταριά ο Δυσσέας, 660 έφαγε κονταριά κι' ο γιος, τ' Ατρέα, ο Αγαμέμνος· κι' εγώ άλλον πάλε εδώ 'φερα, αφτόν, τώρα οχ τη μάχη 663 με σαϊτιάς λαβωματιά.
Κι' είχαν τριγύρω στο νεκρό πολλά μπηχτεί κοντάρια, πολλές σαΐτες φτερωτές δοξαροτιναγμένες, και τις ασπίδες έκροσγαν πολλά χοντρά κοτρώνια, σαν πολεμούσαν κύκλω του. Κι' ο ξακουστός Κεβριόνης 775 κοίτουνταν μες στον κουρνιαχνό μακρύς εδώ κι' ως πέρα με δίχως πια μιαλό και νου για αμαξοσύνες κι' άτια.
Και βράζοντας οχ του βουνού κατέβηκε τις ράχες, με το δοξάρι κρεμαστό και τη σαϊτοθήκη. 45 Βρόντηξαν, όταν με θυμό τινάχτηκε, οι σαΐτες στις πλάτες του. Και πάγαινε θολός σα μάβρη νύχτα, Έπειτα αλάργα κάθεται απ' το στρατό και ρήχνει, κι' άχησε ο κρότος σκιαχτερός οχ τ' αργυρό δοξάρι.
Κι' απ' του Ολύμπου ταις κορφαίς κατέβη θυμωμένος, Έχοντας εις τους ώμους του δοξάρι και φαρέτραν. Κ' εις τον θυμόν κινούμενος, βρόντιξαν η σαΐτες 'Σ τους ώμους του· κ' επήγαινεν, ομοιάζοντας σαν νύχτα. Εκάθησε τότ' έπειτα μακριά 'πό τα καράβια· Και μετά τούτο έρριξε κατοπινά σαΐταν· Κ' έγινε βρόντος τρομερός απ' τ' αργυρό δοξάρι. Πρώτα ταις μούλαις λάβωσε, και τους γοργούς τους σκύλους.
Μουλάρια πρώτα θέριζε κι' ασπροτριχάτους σκύλους, 50 μα και τους άντρες έπειτα με τις πικρές σαΐτες βαρούσε· κι' όλο καίγανε πολλές φωτιές νεκρώνε. Μέρες εννιά πυκνόπεφταν μες στο στρατό οι σαΐτες, μα αφτού στις δέκα συντυχιά κηρύχνει ο Αχιλέας, γιατί τον φώτισε η θεά, η κρουσταλλόκορφη Ήρα, 55 τι θλίβουνταν τους Αχαιούς σα θώραε που πεθαίνουν.
Τότε από την χαράν μου εξύπνησα και ευθύς έσκαψα και εύρον τις σαΐτες και το δοξάρι, τας οποίας έρριψα εις το άγαλμα· και με την τρίτην το εγκρέμνισα εις την θάλασσαν, το δε άλογον έπεσε προς το μέρος μου.
Έτσι οργισμένος έφυγε ο γέρος πίσω πάλι, 380 κι' ο Φοίβος τότες ξάκουσε του γέρου την κατάρα, τι είταν αγαπημένος του πολύ, και στους Αργίτες έρηξε αρρώστια φοβερή, που απανωτοί οι στρατιώτες πεθαίναν, κι' έπεφταν παντού οι θεϊκές σαΐτες μέσα στον κάμπο τον πλατύ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν