Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Μερικοί ισχυρίζονται ότι ο Τριστάνος εσκότωσε τον Ύβαινο: βρωμερό ψέμμα. Τέτοιος ήρωας δε θάπλωνε το χέρι να σκοτώση τέτοιο σκυλλολόι. Ο Γκορνεβάλης τον εσκότωσε μ' ένα χοντρό ξύλο, που του κατάφερε στο κεφάλι το μαύρο αίμα τινάχτηκε κ' έτρεξε μέχρι τα κακοφτιαγμένα πόδια του. Ο Τριστάνος ξαναπήρε τη Βασίλισσα, η οποία δεν υποφέρει πεια καθόλου.
Είδες το λαγουδάκι πώς τρέμει και σπαρταρά κάτου από το χνώτο του λαγωνικού; Έτσι έμοιαζε η Ελπίδα που ένοιωθε κοντά της το Δημητράκη. Άξαφνα όμως αντρειεύτηκε· έσεισε πεισματικά το κορμί και τινάχτηκε ολόρθη, στυλώνοντας απάνου του μάτια αυστηρά και παραπονιάρικα. Ο νέος αιστάνθηκε τη ματιά εκείνη σαν δάκρυ αρμυρό και πικρό στα φυλλοκάρδια του.
Δε χόρταινε να το δηγάται το ξακουστό εκείνο τερτίπι· πώς τους περίμενε μ' ανοιχτές αγκάλες ο Καπετάν Πασάς, θαρρώντας τους για δικούς του, πώς τους κατάλαβε άμα πήρε φωτιά ένα δίκροτο και σε λιγάκι τινάχτηκε, και με πόση πρεμούρα έκοβε τις αλυσσίδες να φύγη κατά την Πόλη. Κ' είχε δεν είχε, το γύριζε πάλι στον Κωσταντίνο.
— Έλα γέρα, πάρε το φλάουτο και φύσα! επρόσθεσε το παιδί, δίνοντάς του με καμώματα το όργανο και γελώντας κάτω από την άχνα του μουστακιού του. Οι άλλοι ξεράθηκαν στα γέλοια. Ο γέρος πέταξε το κουπιά και τινάχτηκε μπροστά στον πάγκο, ίσιος τώρα σαν λαμπάδα, με τα μάτια σπιθόβολα, με το μεγάλο μέτωπο φωτισμένο.
— Ποιος Διάβολος σ' έφερε πάλι εδώ; Ποιος Πειρασμός σ' έσπρωξε πάλι; Μεγάλη Βδομάδα σηκώθηκες κ' έφυγες απ' την πατρίδα; Τινάχτηκε από την καρέκλα του, σα δαιμονισμένος. — Πατρίδα, λέει; Ποια πατρίδα; Πατρίδα είν' αυτή; Δε λες καλύτερα γουρουνοστάσι; Μπορεί άνθρωπος να ζήση εκεί κάτω; Μ' αυτούς τους κλέφτες, τους αγιογδύτες; Μαύρη πέτρα πίσω μου!
Ο Έφις, που είχε ακουμπήσει το κεφάλι στην κολόνα του άμβωνα, τινάχτηκε από τ’ όνειρό του και ακολούθησε την ντόνα Έστερ που έβγαινε από την εκκλησία για να γυρίσει σπίτι. Ο ήλιος από ψηλά χτυπούσε τώρα αλύπητα το χωριουδάκι που ήταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά έρημο μέσα στο εκτυφλωτικό φως του ζεστού ήδη πρωινού.
Ο λοστρόμος αρπάχτηκε απ' την αρμαδούρα· λίγο και τον έπαιρνε η θάλασσα. — Όρτσα! φώναξε στον τιμονιέρη μουσκεμμένος. Η «Αθηνά» τινάχτηκε πάλι σαν παλληκάρι. Σακατεμένη ετούτη τη φορά. Ο Καπετάν-Μοναχάκης το καταλάβαινε. Οι πόνοι τον σουβλούσαν κι' αυτόν σαν καρφιά. — Πάει, κ' οι δυο σακατευτήκαμε, είπε τρίβοντας τη μέση του. Σώθηκαν τα ψέματα. Ο Θεός να βάλη το χέρι του.
Τινάχτηκε πάλι και άπλωσε τα χέρια του σα γάντζους. Και μονομιάς έγειρε το κεφάλι του στον ώμο του Βαγγέλη και τα χέρια του πέσανε ξερά απάνω στο στρώμα... — Συχωρέθηκε! είπε ο Βαγγέλης, κ' έβαλε τα δάχτυλα να του κλείση τα μάτια. Η Ασημίνα έμπηξε λεύτερα τώρα τα ξεφωνητά... — Σαν πάρη να σαπίζη το κορμί τα σκουλήκια βγαίνουν να το φάνε.
Έβγαλε μια φωνή κι άρπαξε από τα χέρια της Ασημίνας την εικόνα. Εκείνη τινάχτηκε ολόρθη μ' ένα φυσομάνημα σα λάμια. — Μη την σκίζετε, κυρία, να ζη ο αφέντης. Δεν είχε τέτοια σκέψη η κυρία Μαχαλά· μα η Ασημίνα της την έδωκε.
Ο Μαλαματένιος έκαμε να σηκωθή από τη θέση του· μα τον πρόλαβε η Ελπίδα. Μ' ένα αντροπήδημα τινάχτηκε όξω κ' έβαλε ολόχαρες φωνές : — Μπα, καλώς τους! καλώς ήρθατε. Για τούτο λοιπόν σπάρναε σήμερα το μάτι μου; — Καλώς κοπιάζετε στο φτωχικό μας· είπε κι ο Μαλαματένιος, βγάζοντας το φέσι του· καλορροίζικο το κίνημά σας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν