Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Μετά το ατυχές πέρας της υπέρ των Αθηνών εκστρατείας ο Αινιάν μετέβη εις Πελοπόννησον, κατέλαβε δ' επί Καποδίστρια διαφόρους διοικητικάς και δικαστικάς θέσεις. Από του 1833-43 ο Δ. Αινιάν ιδιώτευσεν εν Λαμία. Τω 1847 αντιδρών κατά των εκλογικών καταπιέσεων μετέσχε της εν Λαμία ανταρσίας, ότε κατεστράφη η οικία αυτού μετά της πολυτίμου των Αινιάνων βιβλιοθήκης.

Τα εν τοις επομένοις άσμασιν ιστορούμενα θεωρούνται επομένως ως συμβάντα εν Λαμία.

Μην είνε Λάμια του γιαλού και της ερμιάς Νεράιδα; Μην είνε του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσης;... Κόφτ' η φλογέρα τον ηχό κι' ο νηός ορθός φωνάζει: — Αν είσαι του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσης, Γύρνα και κρύψου 'ςτής σπηλαίς και κρύψου 'ςτά νερά σου, Και μη πατάς τον τόπο μου, μην έρχεσαιεμένα, Γιατ' έχω γκόλφι και σταυρό, κι αγάπη 'ςτήν καρδιά μου. — Δεν είμαι Λάμια τον γιαλού και της ερμιάς Νεράιδα, Ούτε και του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσις, Μόν' είμαι η πρώτη αγάπη σου κ' αγάπη σου η αιώνια.

Είχε ιδεί περιβόλια με φουντωμένα δένδρα, που κάνανε χρυσά φρούτα, και λίμνες, που άμα έσκυβες απάνω στα νερά τους, έβλεπες κάτω βασίλεια αλάκερα με σπίτια και καμπαναριά και περιβόλια, και άμα κύτταζες πολύ, μια λάμια σε τραβούσε κάτω στα βάθη και δεν ξανάβγαινες πια. Και τι δεν είχανε ιδεί τα μάτια της! Εμείς δεν ξέραμε τίποτε απ' όλα αυτά.

Πώς παίρνει σβάρνα λαγκαδιές βαθιές φωτιά μεγάλη 490 σ' όρος ξερό και καίγουνται τα πεφκοπλήθια δάση, και φλόγα ο άνεμος παντού σκορπάει στριφοκλωθώντας· έτσι ξοπίσω απ' τους οχτρούς σα λάμια λες με τ' όπλο χοιμούσε σκότωνε, κι' η γης κατέβαζε αίμα μάβρο.

Μετά τριήμερον νηστείαν και αγρυπνίαν έφαγεν ως λάμια και απλωθείς έπειτα εις την κλίνην του ερουχάλισε μακαρίως μέχρις ου ήλθε την επιούσαν να τον εξυπνήση ο επί της εκτελέσεως αποσπασματάρχης.

Δ’ ΓΥΝΗ Σύμφωνες, και με την ίδια γνώμη. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Βλέπω λοιπόν πως κάματε και όλα τάλλ' ακόμη, κ' επήρατ', όπως είπαμε, Λακωνικές κουντούρες, και ανδρικά φορέματα, και ανδρικές μαγκούρες. Ζ’ ΓΥΝΗ Κ' εγώ επήρα μία απ' τον ξυλοκουβαλητή εκείνον το Λαμία την ώραν που κοιμώτανε. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Φαίνετ' αυτή τον κάνει που, όταν τη φορτώνεται στους ώμους, όλο κλάνει.

Εκεί λοιπόν κατέφευγε τακτικά κατ' απόγευμα ακριβώς μεταξύ του εφαπλώματος και του σκεπάσματος των ποδών, έχουσα ατλάζι υπό την κοιλίαν και πίπουλον επάνω εις την ράχιν. Η Λάμια μίαν μόνην πρώτην και τελευταίαν φοράν επέτυχε να την συλλάβη ανύποπτον και να την δείρη ανηλεώς.

Πατέρα, πώς να μη σουρώ, πώς να μη τραγουδήσω, Πώχω μαράζιτην καρδιά και πόνο, που με τρώει, Και που μου κλέβει τη χαρά, τα νειάτα, νύχτα-μέρα. Κ' ένα τραγούδι, θλιβερό, μου φέρνει μέσ' το στόμα, Τραγούδι που το τραγουδώ, πατέρα, κι' αλαφρώνω, Κι' ούτε το Δράκο σκιάζομαι, ούτε και τη Νεράιδα, Ούτε της βρύσης το Στοιχειό και της σπηλιάς τη Λάμια.

Η Λάμια ήτο τότε απόλυτος και ανεξέλεγκτος του Λυκείου τροφοδότις, η δε τροφή ήτο μεν κατά την καθιερωμένην φράσιν «υγιεινή και αρκούσα», αλλά, και όπως εις όλα τα σχολεία, τα αρεστότερα του γεύματος συστατικά ήσαν ο πρόσφατος άρτος και τα οπωρικά.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν