Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Η Χαδούλα είχε βαρυνθή την μονοτονίαν της Σκοτεινής Σπηλιάς, και είχεν αρχίσει ν' αδυνατίζη πολύ από την ανεπαρκή τροφήν. Έλαβεν απόφασιν, άμα φέξη καλά, να πάρη το καλαθάκι της, και να εξέλθη από το άσυλόν της, όπως διευθυνθή προς τον Άγιον Σώστην. Εκεί θα εξωμολογείτο όλα τα «πάθια της». Καιρός μετανοίας πλέον . . . Έφθασαν, έφθασαν, οι χωροφύλακες!

Μια τουφεκιά ξανάμακρα από τη ράχη που βλέπεις κεικάτω· είπ' ο Γέρο-Σειστής, δείχνοντας με της βίτσας του την άκρη μιαν από τις προσηλιακές γυμνόραχες του Πενταδάχτυλου, όπου άρχιζε να ξεδιπλώνεται κήπος μαγικός της Σπάρτης ο καταπράσινος κάμπος. Τη μια φορά στο ρέμα της σπηλιάς το νερό μαζί με τους αφρούς, έλεγαν, εκύλησε κάτω νωπά αγριολούλουδα. Άλλοτε εξέβρασε ολόλεφκα κόκαλα, ξασπρισμένα.

Η μάνα του δωκάτου, πάγαινε κάθε αβγινή να λεφκάνη τάχα στο Βαθυλάκωμα κ' εδεχότανε ολόχαρη και γελαστή του Αργύρη της την καλημέρα, που την κατέβαζε της σπηλιάς το δροσάτο νερό. Έγερνε μάτα στο χωριό η Ζαχαρούλα, κ' εμέρναε με τη φτωχολογιά την γλυκειάν καλημέρα τ' Αργύρη της, κ' έπαιρν' εφκές κ' εφλογίες από τόσα στόματα πεινασμένα του Νάκο-Μήτρα τάξιο παληκάρι.

Περνάει την κακοτοπιά, φτάνει στο μονοπάτι, Ξεδένει το κοντάρι του, στέκεται, ξανασαίνει, Κι’ αφού ξανάσανε καλά κι’ ήρθε στα συγκαλά του, Κινάει για ύστερη φορά, σαν αστραπή τρεχάτος, Και βρίσκεται μπρος στης σπηλιάς τη φοβερή τη θύρα, Και στου στοιχειού τ’ ανίλεου το μανιωμένο στόμα.

Απ' τη μικρούλα πόρτα της Μονής, το λιβάνι, που οι καλόγεροι σκόρπισαν άφθονο στους νοτερούς θόλους της σπηλιάς, ξατμίζουνταν στην αυλή, κι η μυρουδιά του, περίχυνε τ' άγριο εκείνο στένωμα από απαλότη και γαλήνη.

Έβλεπον, δεν έβλεπον οι ναυβάται τα σημεία της; Από κανέν πλοίον δεν απήντησαν εις τον πόθον της, εις τας τόσος προσπαθείας της. Τα λευκά ιστία έφευγον με τον άνεμον εις το κύμα, και αυτή έμενε προσηλωμένη εις τον βράχον της Σκοτεινής Σπηλιάς, προγεγραμμένη, έρημος, μη βλέπουσα διά την αύριον χρυσής αυγής την ανατολήν . . .

Για σπηλιά των Νυμφών ήταν ένας μεγάλος βράχος, από μέσα βαθουλός και απ' έξω στρογγυλός· τα αγάλματα των Νυμφών αυτών ήτανε καμωμένα από πέτρα. Ήταν ξυπόλητες· τα χέρια τους γυμνά ίσαμε τους ώμους, τα μαλλιά ίσαμε το λαιμό ριγμένα, ζώνη γύρω στη μέση, πρόσωπο γελαζούμενο. Όλο τους το φτιάσιμο ήτανε σαν να χόρευαν στη σειρά. Η καμάρα της σπηλιάς ήτανε το πιο μεσιανό μέρος του μεγάλου βράχου.

Πατέρα, πώς να μη σουρώ, πώς να μη τραγουδήσω, Πώχω μαράζιτην καρδιά και πόνο, που με τρώει, Και που μου κλέβει τη χαρά, τα νειάτα, νύχτα-μέρα. Κ' ένα τραγούδι, θλιβερό, μου φέρνει μέσ' το στόμα, Τραγούδι που το τραγουδώ, πατέρα, κι' αλαφρώνω, Κι' ούτε το Δράκο σκιάζομαι, ούτε και τη Νεράιδα, Ούτε της βρύσης το Στοιχειό και της σπηλιάς τη Λάμια.

Την άλλη αβγή, οπού λες, σαν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα, τηράει ο Αργύρης και βλέπει τη φλογέρα του. — Πού τη βρήκες μάνα; ρωτάει τη μάνα τάχα με χαρά. — Ελέφκαινα, Αργύρη μου, στο Βαθυλάκωμα και την κατέβασε της σπηλιάς το νερό· του λέει εκείνη και τόνε φιλεί, τόνε φιλεί, λες κ' ήθελε τόνε χάσει. — Μάνα, της ξαναλέει ο Αργύρης, τόρα ήρθα και με είδες και σε είδα· μον πρέπει τόρα να γύρω μάτα στις κοπές του Μπέη για το καλό μας, και μάτα να πάω στην Αρκαδιά.

Αφίνει ήσυχο το βοσκαρούδι, να κάνη τη δουλιά του· να στέλνη την καλημέρα της άμοιρης μάνας του... — Ντε! Ψαρή μ' ντεεεέ! πάρ τα ξερά σου!.. — Με καιρό ύστερα, οπού λες, θάταν φαίνεται Μεγάλη Σαρακοστή, που νηστέβουμε εμείς στα χωριά, γιατ' είχε καιρό πια να κυλήση αρνί της σπηλιάς το νερό για τη χήρα του Νάκο-Μήτρα, κ' είχε καιρό να κυλήση την καλημέρα στην καλή τη Ζαχαρούλα.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν