United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


« Αφίνουν ίππους κατά γης, » Αφίνουνε ανθρώπους, » Κι' άλλοιτους λόγκους σκόρπισαν, » Άλλοι πίσω γυρίζουν, » Τους βλέπουν οι Πασσάδες τους, » Ροιάζοντας, αχνίζουν, » Φωνάζουν, και τους γύρισαν «'Σ τους 'ματωμένους τόπους

Σάνε χύμιξαν οι Γότθοι οι στρατιωτικοί το Μεγάλο Σαββάτο εκείνο μέσα στη Μητρόπολη να τον πιάσουν, ώρα που βαφτιζότανε διάφοροι Κατηχούμενοι, άντρες και γυναίκες, σαν τα ορνίθια τους έδιωξαν και τους σκόρπισαν. Και σε τέτοια χάλια έφεραν την εκκλησιά, που πήγε ο λαός εκείνο το Πάσκα στην εξοχή, κ' έκαμε Ανάσταση κάτω από τα δέντρα. Ιωαννίτες τους ονόμασαν όλους αυτούς.

Μα οι Αργίτες σαν ήρθαν στον Ελλήσποντο κι' ως στα γοργά καράβια, γύρω όλοι οι άλλοι σκόρπισαν, στο πλοίο του ο καθένας, μα του Πηλέα ο άξιος γιός τα θαρρετά συντρόφια δεν άφινε να διαλυθούν, παρά τους είπε πρώτα 5 «Συντρόφοι ακούστε αγαπητοί, γοργοί μου Μυρμιδόνες, τ' άτια μη λύστε απ' τα λουριά, μον έτσι λίγο ακόμα μ' αμάξια ας πάμε κι' άλογα να κλάψουμε μια στάλα τον Πάτροκλο μας· τι πρεσβιό αφτό 'ναι των νεκρώνε.

Απ' τη μικρούλα πόρτα της Μονής, το λιβάνι, που οι καλόγεροι σκόρπισαν άφθονο στους νοτερούς θόλους της σπηλιάς, ξατμίζουνταν στην αυλή, κι η μυρουδιά του, περίχυνε τ' άγριο εκείνο στένωμα από απαλότη και γαλήνη.

Και πια σαν ήρθαν στον πλατύ των Αχαιώνε κάμπο, τράβηξαν όξω στην ξηρά το μελανό καράβι, 485 ψηλά στον άμμο, με μακριά το στήλωσαν φαλάγγια, κι' ατοί τους γύρω σκόρπισαν στα πλοία και καλύβια.

-Ένας πιστός σε νόμο πιο μεγάλο, σε δύναμη στον κόσμο πιο τρανή.» -Εδώ ο τόπος δεν 'ξέρει νόμον άλλο παρά του βασιλιά την προσταγή», είπε ο άρχοντας, «κι αυτή είναι » Στο νόημά του ο νέος κλείστηκε μέσα στα σπαθιά· οι συναγμένοι πριν ολόγυρά του μέσα στο πλήθος σκόρπισαν γοργά.

Έτσι είπε η σεβαστή θεά, κι' ομπρός του τα σωριάζει χάμου· κι' εκείνα βρόντηξαν, πλουμόφτιαστα ένα κι' ένα. Τρόμος τους έκοψε όλους τους, μηδέ ναν τ' αγναντέψει τόλμαε κανείς, μον σκόρπισαν. Μα ο Αχιλέας όμως 15 τάδε, και πιο το πάθος του τον πήρε, και τα μάτια φριχτές κάτου απ' τα βλέφαρα λες του πετούσαν φλόγες.

Αργότερα που ήρθαν οι Χαγάνοι, επρόσθεσαν σ' εκείνα τις αδυναμίες τις δικές τους. Σκόρπισαν ολούθε με ανοιχτή καρδιά την πολυτέλεια, την επίδειξη, τα φανταχτερά και χτυπητά χρώματα. Πήραν να ειπούμε μιαν απλή ελληνοπούλα και της φόρτωσαν τ' ασημοχρύσαφα και τα γουναρικά μιανής ανατολίτισσας. Το βαρυφορτωμένο κορμί ασχήμηνε βέβαια.

Κι' έτσι τράβησε ίσια το δρόμο του. Οι κλέφτες, βλέποντας από μακρυά, ότι όλοι σκόρπισαν από το δρόμο και μόνον αυτός δεν παραδρόμησε είπαν συναμεταξύ τους: — Ας κυνηγήσωμεν αυτούς, που σκόρπισαν, διότι, για να φοβηθούν, χωρίς άλλο θα έχουν χρήματα κι' ας αφήσωμε αυτόν, που πάει το δρόμο του. Φαίνεται, ότι αυτός απ' ότι έχει κλέφτη δεν φοβάται.

Και το ταχύ, μόλις ετσάκισαν τα εφτά μεσάνυχτα κ' έσκασε μες τ' ανατολικά κορφοβούνια το λαμπρότατο αστέρι, ο Γελαντζής, ξάφνου μαζί κ' η πέντε καμπάνες των αψηλών μας καμπαναριών ανατάραξαν το χωριό, σκόρπισαν από τα ματόφυλλα των χωριανών τον γλυκόν αυγερινό ύπνο, σαν ανεμοζάλη ωργισμένη που σηκώνετ' άξαφνα και σκορπάει την πάχνη και την καταχνιά που πλακώνουν την πλάση.