United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ζευγολάτης 'ςτ' όργωμα, 'ςτό σάλαγο ο αγωγιάτης, Ο άρχοντας 'ςτό παλάτι του, 'ςτά πέλαγά του ο ναύτης, 'Στά άγια μυστήριά του ο παπάς, μέσ' 'ςτό γλυκό της ύπνο Η ελληνοπούλα η ώμορφη και μέσ' 'ςτά παραμύθια Και 'ςτά τραγούδια πώλεγε ο πατέρας 'ςτά παιδιά του. Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.

Μα οι Αργίτες σαν ήρθαν στον Ελλήσποντο κι' ως στα γοργά καράβια, γύρω όλοι οι άλλοι σκόρπισαν, στο πλοίο του ο καθένας, μα του Πηλέα ο άξιος γιός τα θαρρετά συντρόφια δεν άφινε να διαλυθούν, παρά τους είπε πρώτα 5 «Συντρόφοι ακούστε αγαπητοί, γοργοί μου Μυρμιδόνες, τ' άτια μη λύστε απ' τα λουριά, μον έτσι λίγο ακόμα μ' αμάξια ας πάμε κι' άλογα να κλάψουμε μια στάλα τον Πάτροκλο μας· τι πρεσβιό αφτό 'ναι των νεκρώνε.

'Στά κορφοβούνια τα ψηλά, 'ςτά βαθειά λαγκάδια, 'Σταίς δαφνοσκέπασταις σπηλιαίς και 'στά βαθειά λαγκάδια, Οπώχεις μάνα μάγισσα, πατέρα σου τον ήλιο, Και ταις νεράιδες αδελφαίς, — ταις νυχτογεννημέναις, Πώχεις ραγιάδες τους βοσκούς, τους ώμορφους ζευγίταις· Έλα, βουνίσια Μούσα μου, που ξένου ανθρώπου μάτι Δεν σ' είδε, δεν σ' ελόγιασε νους ξένος, ξένο αχείλι Δεν φίλησε τ' αχείλι σου, έλα 'ςτόν ακριβό σου, Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.

Την είδε χλωμή, τα χείλη της να τρέμουν, τα βλέφαρα χλομά σαν εκείνα μιας πεθαμένης. Είναι η χαρά, σίγουρα, που την έχει κάνει να χλομιάσει τόσο, κι εκείνος νοιώθει ένα τρέμουλο, μια επιθυμία να γονατίσει μπροστά της και να της πει: ναι, ναι, είναι μεγάλη χαρά, ντόνα Νοέμι, ας κλάψουμε μαζί. «Δέχεστε, ντόνα Νοέμι, κυρά μου; Είστε ευχαριστημένη, ε; Να του πω να έρθει

Τ' αρνάκια του Μαγιάπριλου την άδολη καρδιά τους, Ο σταυραετός οπώφυγε μια μέρ' από την Πόλι Και μέσ' απ' την Αγιά-Σοφιά της έδωκε την Πίστι, Η χαραυγή το γέλοιο της και τα ψηλά βουνά μας Ασπράδι από τα χιόνια τους κι' από τα κρύα νερά τους. Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.

Πεςτους ραγιάδες τους βοσκούς να βγάλουν τα κουδούνια Από τα γιδοπρόβατα, να μη λαλούν φλογέραις· Πεςτα κορίτσια του Δαδιού να μη λαμπροφορέσουν, 'Στά μαύρα πες τους να ντυθούν, και να μη τραγουδήσουν 'Σάν παν 'ςτή βρύσι για νερό, 'ςτήν ποταμιά για πλύμα· Πες να σωπάσουν τα πουλιά και να μη κελαϊδήσουν, Κ' έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη,

Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Έλα να κλάψουμε κι' εμείς του Βασιληά την Κόρη. — Διωγμένη απ' τα παλάτια μου κι από τ' αρχοντικά μου, Όπου κι' αν 'δούν τα μάτια μου θα πάω να κατοικήσω, Ψηλάαπάτητα βουνά, κάτου σε κάμπους έρμους. Σύντροφο νάχω το θηριό, μίλημα τ' αγριοπούλι. Κι' ανέβαινε η βασίλισσα μοιρολογώντας τέτοια Ένα ψήλο βουνόκορφο.