United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Της πεθαμένης μου μητρός τότε η ψυχή μου εφάνη, η Αντίκλεια, κόρη του υψηλούτο φρόνημ' Αυτολύκου• 85 την είχ' αφήσειτην ζωή, κινώντας για την Τροία. άμα την είδα εδάκρυσα, κ' ερράισ' η καρδιά μου, αλλ' όμως δεν την άφινα πρώτη να πλησιάσητο αίμα, πριν ερωτηθώ τον Μάντη Τειρεσία.

Ή να την βάλω μέσα εις το δωμάτιον της πεθαμένης; Τότε πρέπει και το κρεββάτι της εκείνης να της δώσω. Αλλά διπλή κατακραυγή φοβούμαι πως θα μ' εύρη πρώτον κανείς από τον λαόν μην πη ότι προδίδω αυτήν που με ευεργέτησε, αν μοιρασθώ με άλλην την κλίνη μου, και δεύτερον κι' αυτή η πεθαμμένη. Και ξέρεις πόσον άξια του σεβασμού μου είναι. Πρέπει βεβαίως με φρόνησιν να ενεργώ.

Είχαν ασπρίσει τα μαλλιά του και το πρόσωπό του φαινότανε πιο γέρικο απ' του γέρου του πατέρα του. Στάθηκε μια στιγμή σαν αλαφιασμένος, με τα μάτια του ορθάνοιχτα, μαύρα σαν την πίσσα. Έβαλε το χέρι του στον κόρφο, έβγαλε την τραχηλιά με τα μαργαριτάρια και την πέρασε στο λαιμό της πεθαμένης. Το χλωμό της το πρόσωπο άστραψε πάλι σαν τον ήλιο.

Όταν έφθασε κάτω στο ποτάμι, είδε με φρίκη στις πέτρες της ακροποταμιάς ένα σώμα ξεκλειδωμένο και κομματιασμένο, σχεδόν λυωμένο· κιόλα τα γύρω ματωμένα. — Ω Χριστέ μου! είπεν ο χωρικός κέτρεμε μπροστά στο φρικτό θέαμα. Και μ' ένα βλέμμα, που μετρούσε το ύψος, είδε το τσεμπέρι της πεθαμένης νανεμίζεται κρεμασμένο στα μέσα του γκρεμού.

Την είδε χλωμή, τα χείλη της να τρέμουν, τα βλέφαρα χλομά σαν εκείνα μιας πεθαμένης. Είναι η χαρά, σίγουρα, που την έχει κάνει να χλομιάσει τόσο, κι εκείνος νοιώθει ένα τρέμουλο, μια επιθυμία να γονατίσει μπροστά της και να της πει: ναι, ναι, είναι μεγάλη χαρά, ντόνα Νοέμι, ας κλάψουμε μαζί. «Δέχεστε, ντόνα Νοέμι, κυρά μου; Είστε ευχαριστημένη, ε; Να του πω να έρθει

Έφτανε η τυφλή πίστη να τους δικαιώση. Ή αν τόπαιρναν για σημάδι άλλης εποχής, της πεθαμένης Αυτοκρατορίας μας, πάλι καλά. Εύγε τους και τρισεύγε τους. Μπορεί να ξύπναγαν μ' αυτό οι παλιές ελπίδες· ίσως να γινόταν δίστομο σπαθί η κοιμάμενη συνείδηση. Ποιος ξέρει; Μα όχι· τίποτ' απ' αυτά. Λείπουν κ' η τυφλή πίστη και το μεγάλο τόνειρο. Λείπουν, έσβυσαν, πάνε. Κ' ίσως δε θα ξαναγυρίσουν ποτέ!

Ο ήσυχος παρατηρητής θα βρη πίσω από ένα λεπτό παραπέτασμα κρυμένο το πορτραίτο της μητέρας, της πεθαμένης, της συμπαθητικής μαμάς, που πνίγηκε στην ατμόσφαιρα αυτή, που τίποτε καλό δεν μπορεί ν' αναπτυχτεί.