United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ψηλά σε ράχην ώμορφη και δεντροστολισμένην, Οπούχε κάμπους γύρα της και λόγγους και λειβάδια, Και βρύσες δέκα τέσσερες, εφτάκρουνες, δροσάτες, Με κάνναλες ολάργυρες και γούρνες μαρμαρένιες, Είταν ‘νας Πύργος πάμπαλιος, χίλιων χρονώνε πύργος, Πούχε τους τοίχους του πλατυούς, γερούς, βραχοχτισμένους, Πράσινους, καταπράσινους και με κισσούς ντυμένους, Υπέρψηλα παράθυρα με σιδηριές φραγμένα Και θύρα δίφυλλη χοντρή, σιδηροσκεπασμένη, Πάντα κλεισμένη και βουβή, μανταλωμένη πάντα, Και μέσα κάθονταν κλειστή με τετρακόσιες δούλες, Ωριοπανώρια κορασιά, στον κόσμο ξακουσμένη, Ρηγάγγονο, ρηγόπαιδο, μοναχοθυγατέρα, Πούχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος Και τον λαμπρόν αυγερινό στη φλογερή ματιά της, Κι’ εννιά λιοντάρια για σκυλλιά στους άλυσους δεμένα, Π’ όλην τη νύχτα τ’ άφινε λυτά να τριγυρίζουν Μες στες πλατύχωρες αυλές, τες μαρμαροστρωμένες, Να τη φυλάν κοιμάμενη, σαν μπιστεμένοι φίλοι, Μην έμπουν μέσα αλλόφυλοι, κι’ εχτροί και την αρπάξουν, Για να ονειρεύεται ήσυχη στ’ ολόχρυσο κρεβάτι Το παλληκάρι τώμορφο, το χιλιοπαινεμένο, Που θα βρισκόντανε ποτέ στη γη την οικουμένη, Να τώπαιρνε για ταίρι της, να του άνοιγε του Πύργου Τη θύρα την κατάκλειστη, μαζί με την καρδιά της.

Έφτανε η τυφλή πίστη να τους δικαιώση. Ή αν τόπαιρναν για σημάδι άλλης εποχής, της πεθαμένης Αυτοκρατορίας μας, πάλι καλά. Εύγε τους και τρισεύγε τους. Μπορεί να ξύπναγαν μ' αυτό οι παλιές ελπίδες· ίσως να γινόταν δίστομο σπαθί η κοιμάμενη συνείδηση. Ποιος ξέρει; Μα όχι· τίποτ' απ' αυτά. Λείπουν κ' η τυφλή πίστη και το μεγάλο τόνειρο. Λείπουν, έσβυσαν, πάνε. Κ' ίσως δε θα ξαναγυρίσουν ποτέ!

Εκείνος λαλεί· λαλεί και τους χύνει στα στήθη καημούς γνώριμους μα ξεχασμένους· χαρές αφάνταστες, πόνους και τρόπους κοιμισμένους, ρυθμούς αμολόγητους. Άξαφνα η ψυχή τους ξυπνάει ποθοπλάνταχτη σαν την κοιμάμενη βασιλοπούλα. Τα ξυλένια εργόχερα γίνονται ζηλευτά στολίδια στα μάτια τους. Τα κεντίδια τους αναδεύουν, μιλούνε, δένουν σα μάγια την ψυχή τους.

Και τέλος έφθαναν στο συμπέρασμα να ευχηθούν του καραβοκύρη και το καρφί τους μάλαμα. Το μπρίκι του καπετάν Μαλάμου ορθό στη σκάρα του, λυγερόκορμο, με την πλώρη σπαθωτή, στεφανοζωσμένη την πρύμη, με τα ποντήλια του απλωτά ζερβόδεξα, έμοιαζε σαρανταποδαρούσα κοιμάμενη στην αμμουδιά.

Κάθε τι που χρησίμεψε στη ζωή των αρχαίων Ευμορφόπουλων και κάθε τι που στόλισε τη θανή τους, κοίτονταν οργυιές του βάθου και πρόσμενε υπομονητικά το σκαφτιά, σαν την κοιμάμενη βασιλοπούλα στο σκοτεινό της πύργο το βασιλόπουλο. Ναοί και θέατρα, σαρκοφάγοι και σταμνιά, δακρυδόχοι κι αγάλματα κάθε λογής, θάμπωναν τώρα τον ήλιο με την αμολόγητη χάρη τους.