Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Μπράβο του μαστρο-Γιαννιού, την κατάφερε, είπε· κέρασέ τον ένα ρακί! Και έρριψε μίαν πεντάραν εις το τραπέζι. Δυστυχισμένη χρονιά εκείνη. Δύο χιλιάδες γίδια και πρόβατα είχαν ψοφήσει από τα ολίγα κοπάδια της μικράς νήσου, μέσα εις τα χειμάδια των ποιμένων και βοσκών, από το τρομερόν ψύχος, από τα χιόνια τα πρώιμα, όπου εσκέπασαν τους λόγγους και τα βουνά, έως τους βουβώνας, το ύψος.

Εγώ μένοντάς μου το λογικόν, και καταλαμβάνοντάς την γνώμην του, εδόθηκα εις μίαν ταχείαν φυγήν, και με όλον τούτο ο σκληροκάρδιος δεν έλειψε που να τελειώση την επιβουλήν του, μα του εστάθη αδύνατον. Ιδού νέα μου συμφορά, που δι' αυτό εκαταστάθηκα να ζω με τα ζώα εις τα βουνά και εις τους λόγγους.

Και καθώς αυτός αφού έλαβε την μορφήν μου εστοχάσθη ότι εγώ διά μέσον αυτού του σεκρέτου που μου έδειξε να μην ήθελα φανερωθή εις το παλάτι, και του συγχύσω την ανάπαυσιν, έδωσε θέλημα ότι να έβγουν όλοι οι κυνηγοί να υπάν εις εκείνους τους λόγγους που είμασθε, και να σκοτώσουν, όλες τες ελαφίνες που εκεί ευρίσκονταν.

Είτα κατήλθεν η νυξ, ηρέμα επί των πλευρών του όρους, σπείρουσα παντού το βαθύ και άρρητον μυστήριόν της, και οι έμψυχοι κρότοι και ψίθυροι της φύσεως, εξηγέρθησαν εις τας ράχεις, εις τους λόγγους, εις τας φάραγγας, και η οφρύς του βουνού ητμίσθη και συνεστάλη υγρά και το βλέφαρον του λόφου κατήλθε, και εκλείσθη εις έν βουνόν ρεμματιά και κάμπος.

Ο γέρος ο βασιλιάς και η γρηά η βασίλισσα τόχανε μαράζι στην καρδιά τους. Μα το βασιλόπουλο δεν άκουγε ούτε ορμήνειες ούτε παρακάλια. Κάθε αυγή έπαιρνε το τουφέκι του στον ώμο και τραβούσε στους λόγγους και τα βουνά.

Όλα τα κακά μας ήρθαν μαζεμένα στο κεφάλι μας! είπε ο γέρος ο βασιλιάς. Και σα γυρίση με το καλό το βασιλόπουλο και σαν του βάλω την κορώνα με τα χέρια μου, που θενά βρης το τάξιμο που τούταξες για την καινούργια τη βασίλισσα ; Και τον πήρανε τα δάκρυα. Έβγαλε προσταγή ο βασιλιάς, ανθρώποι μπιστεμένοι ναπολυθούνε σ' όλο το βασίλειο, να πάρουνε βουνά και λόγγους, να βρούνε το χαμένο θησαυρό.

Ούτε η Κυβέρνησις της Κορίνθου τους είχε στείλη κανέν βοήθημα. Την είχαν κυνηγήσει τον κατήφορον από την κορυφήν τ' Άι-Θανασού, εις το οροπέδιον του Προφήτου Ηλία, με τας πελωρίας πλατάνους και την πλουσίαν βρύσιν, κ' εκείθεν εις το Μεροβίλι, στο πλάγι του βουνού, ανάμεσα εις τα ορμάνια και τους λόγγους. Αυτή εδοκίμασε να κρυφθή εις μίαν λόχμην βαθείαν, πλην εκείνοι δεν εγελάσθησαν.

Το βασιλόπουλο αναστέναξε. — Κακά δένδρα είναι, είπε μέσα του, και γελούνε με τον πόνο μου. Εγώ θα καθήσω να ξεψυχήσω εδώ, κάτω απ’ το σιδερένιο πύργο. — Μήνες θα κάτσης γονατιστός, ξαναείπε το κυπαρίσσι, ως που να γεμίσης το σταμνί σου. Και σαν το γεμίσης θα ξεκινήσης πάλι, με της νύκτας το δρόμο, θα πάρης πάλι βουνά και λόγγους και θα γυρίσης πίσω.

Όσην υπακοήν και αν είχαν προς εμέ τα ερίφια, και αν ήκουον την φωνήν μου διά να καθίσουν ήσυχα, ερίφια ήσαν, δυσάγωγα και άπιστα όσον και τα μικρά παιδία. Εφοβούμην μήπως τινά αποσκιρτήσουν και μου φύγουν, και τότε έπρεπεν να τρέχω να τα ζητώ την νύκτα εις τους λόγγους και τα βουνά οδηγούμενος μόνον από τον ήχον των κωδωνίσκων των τράγων!

Άλλα τους λόγγους πήρανε και τα 'ψηλά βουνά σου, Και 'σάν τ' αγρίμια ζούν' εκείτα σπήληατα λιθάρια, Και με τομάρια ντύνονται, τρέφονται με χορτάρια. Στο Μεσολόγγι έφαγαν μπαρούτι για ψωμί. Αλλά δεν δίνουν τα κλειδιά, δεν δίνουν την τιμή. Χρόνος ακέρηος πέρασε, που τώχουνε ζωμένο. Και του γυρεύουν τα κλειδιά, το θέλουνε πεσμένο.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν