United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Αϊμά κρυόνουσα, εκάθισε παρά τον τοίχον, και συνεστάλη, ο δε Σκούντας προσεπάθει νανοίξη την θύραν.

Η Πηγή όμως δεν απεμακρύνθη, ο δε Μανώλης ενώπιον του αιφνιδίου κινδύνου έχασε πάσαν ανδρικήν αξιοπρέπειαν και συνεστάλη όπισθεν της κόρης, χαμηλώσας την κεφαλήν ως κορυδαλλός ο οποίος βλέπει πέτραν καταφερομένην εναντίον του. Τότε ο Στρατής υπερβάς τον φράκτην επήδησεν εις τον κήπον. Αλλ' η Πηγή έδραμε προς αυτόν αναφωνούσα: — Αδερφέ μου, αδερφέ μου, εμένα σκότωσε!

Τόσον μόνον μάθε, ότι ευθύς ως εγεννήθη, έδωκαν περί αυτής χρησμόν &οι θεοί&..... Ενταύθα του λόγου είχε φθάσει η αδελφή Σιξτίνα και αίφνης ηκούσθη έξωθεν της θύρας του υπερώου φωνή καλούσα αυτήν ονομαστί·Σιξτίνα! Σιξτίνα! Η μοναχή διέκοψεν αποτόμως την σειράν της διηγήσεώς της και ηγέρθη. — Ποίος να είνε; είπεν έμφοβος. Η νέα κόρη επτοήθη και αυτή, και συνεστάλη άκουσα παρά την γωνίαν της.

Αλλά μετά μίαν στιγμήν, ανέπεσεν επί των ποδών της, συνεστάλη υπό τον σταυρόν και ήρχισε να γρυλλίζη, ως εάν η καρδία της η θηριώδης είχεν οίκτον προς το ανθρώπινον εκείνο ερείπιον. Οι υπηρέται του ιπποδρόμου ηρέθιζον την άρκτον διά των κραυγών των. Ο λαός έμενεν άφωνος. Εν τούτοις ο Χίλων ύψωσε βραδέως την κεφαλήν και περιέφερε τα βλέμματά του επί των θεατών.

Είτα κατήλθεν η νυξ, ηρέμα επί των πλευρών του όρους, σπείρουσα παντού το βαθύ και άρρητον μυστήριόν της, και οι έμψυχοι κρότοι και ψίθυροι της φύσεως, εξηγέρθησαν εις τας ράχεις, εις τους λόγγους, εις τας φάραγγας, και η οφρύς του βουνού ητμίσθη και συνεστάλη υγρά και το βλέφαρον του λόφου κατήλθε, και εκλείσθη εις έν βουνόν ρεμματιά και κάμπος.

Τη έδειξε κόγχην τινά υποκάτω ενός βράχου, και τη είπε να κοιμηθή. Η νέα συνεστάλη εντός του κοιλώματος εκείνου και ο Γύφτος εκάθισε πλησίον αυτής. Το μέρος ήτο υπήνεμον και εσκέπαζε την Αϊμάν από των σταγόνων της βροχής, ήτις κατά διαλείμματα έπιπτεν. Άνωθεν σκοτεινός αιθήρ επέκειτο, και αστραπαί διέσχιζαν τον αέρα. Η βροντή εμυκάτο και ο άνεμος εγόγγυζε διά μέσου των κλώνων των δένδρων.

Εν τούτοις ο Πλήθων συνάψας τας ιδέας του είπε·Καλώς λέγεις, ω Σχολάριε. Αλλ' ουδαμού εκήρυξα εγώ δόγματα τοιαύτα, αν δε και εγράφη τι φιλοσοφικώτερον, δεν ήτο τούτο προωρισμένον όπως αναγνωσθή παρά του λαού. Αλλ' ας αφήσωμεν τούτο το ζήτημα, διότι μοι προξενεί κόπον. Ο Σχολάριος συνεστάλη και εσιώπησε. — Και είσαι απών εκ της Κωνσταντινουπόλεως από πόσου χρόνου; ηρώτησεν ο Πλήθων.