United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκάθισεν εις την κόγχην του βράχου, κάτω από τους πόδας της έχουσα την βοήν και την μελωδίαν των κυμάτων, και άνω της κεφαλής της ήκουε την κλαγγήν των αετών και τους κρωγμούς του ιέρακος.

Και αι θέσεις ήσαν κληρονομικαί. Μοναρχία κληρονομική μέχρι της εκκλησίας εν τη νέα ελληνική κοινωνία! Η θυγάτηρ ερχομένη εις γάμον και ιδρύουσα νέον οίκον, κατελάμβανεν εν τω ναώ την θέσιν της μητρός, ήτις γραία πλέον εβαρύνετο ν' αναβαίνη εις την γυναικωνίτιδα, ισταμένη εις τον νάρθηκα κάτω, ή ζαρόνουσα εις κανέν στασίδιον κάτω-κάτω υπό την σκοτεινήν κόγχην.

Η Βεάτη ήτο ηναγκασμένη να βαδίση ψηλαφίνδα, να καταβή την σεσαθραιμένην κλίμακα, να διέλθη τους σκοτεινούς εκείνους διαδρόμους δι' ων από μακρού χρόνου δεν είχε διαβή. Εν τη αμηχανία της εσκέφθη να κρυβή εις την κόγχην την όπισθεν της θύρας του προθαλάμου, και να περιμείνη μέχρις ου εξέλθη η Σιξτίνα, αφού, ως επίστευεν, έμελλε να εξέλθη αύτη.

Και καθώς επαρατηρήσαμεν, εγνωρίσαμεν ότι είμασθε εις την δυτικήν κόγχην του νησιού της Γάας. Ευχαριστημένοι διά το να εξανοίξαμεν γην αυξήσαμεν τα πανιά, και εις ολίγον διάστημα εφθάσαμεν εκεί. Και αφού επήραμεν μερικήν ζωοτροφίαν εξαναμισεύσαμεν, και μετά ενός μηνός πλεύσιμον ήλθαμεν ευτυχώς εις το νησί της Γολκόνδας, εις το οποίον ο αυθέντης μου ο καπετάνιος είχε την κατοικίαν του.

Η Αϊμά αισθανθείσα ψύχος περί την αυγήν, είχε συσταλή εις μίαν κόγχην και έκλινε την κεφαλήν. Ανοίξασα δε τους οφθαλμούς μετ' ολίγον, εύρεν εαυτήν μόνην, και ανεζήτει τον Πρωτόγυφτον. Αλλ' ούτος είχε γείνει άφαντος ήδη. Η Αϊμά ήλθε μέχρι της θύρας και περιέβλεψε μήπως ίδη αυτόν. Αλλ' ουδαμού ήτο ο Πρωτόγυφτος. Είδε μόνον η Αϊμά τον Πλήθωνα, καθήμενον μακράν του σπηλαίου και εμβλέποντα προς αυτήν.

Τότε εσκέφθη να πάρη το καλάθι της και το ραβδί της, να εξέλθη από την μικράν κόγχην, ν' αναβή επάνω εις την λόχμην την σύδενδρον, και να πάρη σιγά το ρέμμα-ρέμμα, και ν' αρχίση πάλιν, την παλαιάν της τέχνην, να ψάχνη προς ανεύρεσιν βοτάνωντα οποία δεν ήξευρε πλέον εις τι θα της εχρησίμευον, αφού δεν είχε πλέον εις τον κόσμον άλλο άσυλον, ειμή την ειρκτήν και μόνην.

Ήτο η αδελφή Σιξτίνα, ήτις εξετέλει χρέη νοσοκόμου εν τη μονή. Η Βεάτη διενοήθη ότι αύτη βεβαίως θα ανέλαβε να υπηρετή την έγκλειστον εις τα προς τροφήν και πάσαν άλλην διακονίαν του σώματος, και διά τούτο ήρχετο ενταύθα. Η Βεάτη εκόλλησεν όπως ηδυνήθη εις την κόγχην της θύρας. Άλλως θα ήτο ήδη σκότος, διότι είχε σβέσει την δάδα.

Τη έδειξε κόγχην τινά υποκάτω ενός βράχου, και τη είπε να κοιμηθή. Η νέα συνεστάλη εντός του κοιλώματος εκείνου και ο Γύφτος εκάθισε πλησίον αυτής. Το μέρος ήτο υπήνεμον και εσκέπαζε την Αϊμάν από των σταγόνων της βροχής, ήτις κατά διαλείμματα έπιπτεν. Άνωθεν σκοτεινός αιθήρ επέκειτο, και αστραπαί διέσχιζαν τον αέρα. Η βροντή εμυκάτο και ο άνεμος εγόγγυζε διά μέσου των κλώνων των δένδρων.

Δύο γίδες του Στάθη του Μπόζα είχον λείψει την πρωίαν εκείνην από τον μικρόν αιπόλον. Είχαν εκπέσει αποπλανηθείσαι, και είχαν βραχωθή κάτω εις την στενήν πετρώδη κόγχην την σχηματιζομένην κατέμπροσθεν και υποκάτω από το ιερόν βήμα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης. Η κόγχη εκείνη ήτο και δεν ήτο εσοχή, ήτο και δεν ήτο σπήλαιον. Σπήλαιον αστεγές και εσοχή σιγανή.