United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατόπι ξανάλθε τ' ανεμόχολο με χοντρές στάλες βροχής, και της βροντής οι αντίλαλοι μας εσίμωναν. Ως που τ' ανάριο ανεμόβροχο έγεινε πυκνότατο κι ως που τ' αστροπελέκια τ' ουρανού έσκαγαν κατακεφαλής μας. Τότε σα νάνοιξαν αποπάνου μας καταρράχτες αρίφνητοι.

Ο Έφις διέσχισε τη μεγάλη τετράγωνη αυλή που ήταν λιθόστρωτη στο κέντρο, όπως οι δρόμοι, με ένα αυλάκι για τα νερά της βροχής και έβγαλε το δισάκι από τον ώμο κοιτάζοντας μήπως πρόβαλε καμία από τις κυράδες του. Το σπίτι, ισόγειο και ένας όροφος μόνο, βρισκόταν στο βάθος της αυλής, και αμέσως από πίσω υψωνόταν το Βουνό λες και κρεμόταν από πάνω του σαν τεράστιος λευκοπράσινος σκούφος.

Ο Ναζάριος επέστρεψεν εις την φυλακήν φέρων σάκκον χρυσού υπό τον χιτώνα του. Όταν ενύκτωνεν, έπεσε ραγδαία βροχή, ήτις εξητμίσθη επί των πετρών των πυριφλεγών υπό του καύσωσος όλης της ημέρας και επλήρωσε δι' ομίχλης τας οδούς. Έπειτα επηκολούθησαν διαλείμματα νηνεμίας και ραγδαίας βροχής. Ο Βινίκιος και ο Πετρώνιος έλαβον γαλατικούς μανδύας με κουκούλαν. Η καταιγίς είχεν ερημώσει τας οδούς.

Διαβολόπαιδο! εφώναξεν ο Δημήτρης εν αγανακτήσει. Και διά της καλάμου την οποίαν εκράτει εις χείρας έπλεξε τον μικρόν κατά τα νώτα. Τα παιδία εκ συμφώνου ήρχισαν ευθύς, τας φωνάς και τα κλαύματα, τρέχοντα εδώ κ' εκεί ως χήνες κατά την ώραν της βροχής.

Μ' ετήραε παραπονετικά με τα μάτια του τα μεγάλα, σα να μου ζητούσε βοήθεια. Γιατί πάσχιζε να γυρίση τα πισινά του κατά το συρμητό της βροχής και δε δύνονταν, καρφωμένο εκεί, 'ςτον τόπο, από το πεσμένο σαμάρι, που ολοένα το καταπλάκωναν οι άμμοι και τα χαλίκια που παρέσερνε η σούδα του δρόμου. Το λυπιόμουν το μαύρο πλιότερο κι από τον εαυτό μου. Φοβόμουν να μην κάμη 'ςτα μάτια.

Και πώς λοιπόν! θ' αναφωνήσης βέβαια· δεν εχόρτασαν επί δύο ήδη μήνας sandwichs και λεμονάδας; δεν εκουράσθησαν οι πόδες των; δεν εβαρύνθησαν οι ρώθωνές των ροφώντες καπνόν κηρίων και κονιορτόν; δεν εβαρύνθησαν αι γλώσσαι των ομιλούσαι μεταξύ δύο αντιχόρων περί βροχής και ηλίου, περί χειμώνος και αιθρίας, περί υπουργικής κρίσεως και Κωστοπούλου, περί της οδού Πατησίων και του ελληνικού ζητήματος; Όχι, αγαπητή μου! ούτε εκουράσθησαν, ούτε εβαρύνθησαν.

Αφού δε συνεκροτήθη μάχη, αμφότερα τα μέρη αντείχον επί πολύ, ότε επήλθον βρονταί τίνες συνοδευόμεναι υπό αστραπών και βροχής πολλής, το οποίον συνετέλεσε πολύ εις το να εκφοβήση τους πρώτον ήδη μαχομένους και πολύ ολίγον εξοικιωμένους προς τον πόλεμον, ενώ οι μάλλον έμπειροι εθεώρουν μεν τα γινόμενα ως φυσικά διά την περί τα τέλη της ώραν του έτους, εξεπλήττοντο δε έτι μάλλον διά την παρατεινομένην αντίστασιν των πολεμίων.

Όταν δε ο χειμών μετριάση, επιστρέφει ο ήλιος προς το μέσον του ουρανού, ελκύων ομοίως προς εαυτόν ύδωρ από όλους τους ποταμούς. Και κατά μεν τον χειμώνα ούτοι ρέουσιν υπερχειλείς, διότι πολύ ύδωρ βροχής είναι αναμεμιγμένον εις αυτούς, κατά δε το θέρος, επειδή ελλείπουσιν αι βροχαί και ο ήλιος εξατμίζει αυτούς, είναι αδύνατοι.

Ό,τι, έχει ζωήν ζητεί προστασίαν! Τώρα κατέπιπτον κρουνοί βροχής . . . . . . . . — Πού να είναι τέλος πάντων ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα με αυτήν την τρικυμίαν; είπεν ο Μυλωθρός. Η Μπαμπέττα εκάθητο με σταυρωμένα τα χέρια, με κεκλιμένην την κεφαλήν επί του στήθους άφωνος εκ λύπης· έκλαιε, δεν εθρήνει πλέον!. — Μέσα εις το βαθύ νερό! έλεγε μέσα της. Είναι κάτω βαθιά, σαν κάτω από τον Παγώνα!

Αυτοί προέβαινον ενίοτε μέχρι της βεβηλώσεως τού να εισάγωσιν, ίσως εν καιρώ βροχής, τα θρέμματά των εντός των εξωκκλησίων, ως ηδύνατο να πεισθή τις εκ της παρουσίας διαφόρων ιχνών της εισβολής, τα οποία ουδ' είχον λάβη τον κόπον να εξαλείψωσιν.