United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι το να παρατηρή κανείς από εκτελεσθέν παράδειγμα δεν είναι διόλου δύσκολον. Εάν όμως υπήρχε κανείς να το προβλέψη τότε και να ημπορέση να μετριάση τας αρχάς και να τας κάμη μίαν από τρεις, και τα ορθώς εννοηθέντα τότε θα έσωζαν τα πάντα και ίσως δεν θα ήρχετο εναντίον της Ελλάδος ούτε η Περσική ούτε καμμία άλλη εκστρατεία, διότι μας επεριφρόνησε και μας εθεώρησε μηδαμινούς.

Ο Μανώλης απεσύρθη συνεσταλμένος, όπως ο σκύλος, ο οποίος φοβείται λάκτισμα. — Καλά, εψιθύρισεν· ότι να κάμω πάλι κιαμμιά κουζουλάδα θα φωνιάζης ... Αλλ' όμως ενεκαρτέρησεν ο ταλαίπωρος· και αντί να παρεκτραπή απετάθη προς την μητέρα του, με την βεβαιότητα ότι αυτή τουλάχιστον δεν θα του ωμίλει με σκληρότητα ως ο «αφέντης» και ότι ίσως θα κατώρθωνε να μετριάση την δυστυχίαν του.

Όταν δε ο χειμών μετριάση, επιστρέφει ο ήλιος προς το μέσον του ουρανού, ελκύων ομοίως προς εαυτόν ύδωρ από όλους τους ποταμούς. Και κατά μεν τον χειμώνα ούτοι ρέουσιν υπερχειλείς, διότι πολύ ύδωρ βροχής είναι αναμεμιγμένον εις αυτούς, κατά δε το θέρος, επειδή ελλείπουσιν αι βροχαί και ο ήλιος εξατμίζει αυτούς, είναι αδύνατοι.

Ο Αμλέτος αγαπά τον Οράτιον, διότι βλέπει εις εκείνην την ψυχήν ασάλευτον την ισορροπίαν, την οποίαν αυτός αισθάνεται ότι κινδυνεύει να χάση, τον έχει εις την καρδίαν της καρδίας του , ως να ήθελε με τούτο να μετριάση την ακοίμητον φλόγα των αισθημάτων του, να γαληνεύση τους ανεξηγήτους κυματισμούς της ψυχής του.

Τι να ειπή που έτρεμε του Ανέστη τον γρόθο. Άσπριζε μόνον ως τ' αυτιά· έδειχνε στο χαμόγελό του γουλιά κατακίτρινα σαν να είχαν φαρμακόφιδο μέσα τους κ' εκινούσε το κεφάλι ρίχνοντας σουβλερές ματιές στον ξεφαντωτή. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό το παιγνίδι. Όπως στη θάλασσα και στην ψυχή του ανθρώπου η πάρα πολλή γαλήνη άφευκτα θα γεννήση τρικυμία. Ηθέλησα να πείσω το παιδί να μετριάση τ' αστεία του.

Μα θλίβουμε που ίδρωσε ο μακαρίτης να τα βγάλη από του λύκου το στόμα, και να τα ημερέψη. Τώρα θα πέσουνε πάλε στη χερσάδα. Αντί ν' ανοίξουμε κι άλλα, θα χάσουμε κ' εκείνα.... Δυο δάκρυα έτρεμαν στα μάτια της κυρά Πανώριας. Ο Αριστόδημος είδε την κακή εντύπωση που έκαμαν τα λόγια του κ' ηθέλησε να τα μετριάση. — Καλέ, μητέρα, μην κάνεις έτσι. Δεν είπα εγώ να τ' αφήσουμε χέρσα. Θαν τα δουλέψουμε.

Πως επικρίνει την παρά πολύ μεγάλην ευαισθησίαν μου, πως τιμά μεν ως νεανικόν ζήλον τας υπερβολικάς ιδέας μου ως προς την ενεργητικότητα, την επίδρασιν επί άλλων, την επιτυχή διεξαγωγήν των υποθέσεων, ζητεί όμως όχι να τας εκριζώση αλλά μόνον να τας μετριάση και να τας διευθύνη εκεί, όπου έχουν τον κατάλληλον κύκλον τους και δύνανται να ενεργούν αποτελεσματικά.

— Σ' ετρόμαξα; α, α! ανεφώνησεν ο μυστακίας, και διατί, παρακαλώ, ετρόμαξε το Μαριγάκι μας; Αι! . . 'ξεύρω κ εγώ, υπετραύλισεν η ανυπόκριτος κόρη, μήτε την αλήθειαν του τρόμου αυτής κατορθούσα να κρύψη, μήτε την πορφυραν των παρειών της να μετριάση. — Δεν ηξεύρεις; επανέλαβεν ο εισβαλών κατακτητής· και εις εκείνην λοιπόν την κασέλλαν τι ερρίψαμεν, παρακαλώ; — Τίποτε, . . τίποτε, . . ένα γράμμα.

Διά τούτο η γειτόνισσα απήλθε κρατούσα τα νεφρά της από τον πόνον ακόμη, αλλ' ίσως από την θλίψιν ότι συνήντησεν εν τω οίκω του καπετάν-Θοδωρή τόσην χαράν, μεγαλειτέραν της παλαιάς, ην τοσάκις προσεπάθησε να μετριάση διά των θλιβερών παρατηρήσεών της. Πλην άλλη ήτο η χαρά η αληθής και μεγάλη του οίκου τούτου, η επακολουθήσασα μετά τα ανωτέρω συμβάντα, ένδειξις ευγενείας λεπτής των κατοίκων.