Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Τούτα που θωρείτε και κάνει είνε κουζουλάδα που θα του περάση. Όταν μετά το επεισόδιον του κήπου ο Μανώλης συνήντησε την Ζερβούδαιναν της είπεν: — Αι, εχαλάσαμέν τα με τσοι Θωμαδιανούς και τα χαλάσαμε για πάντα. — Δόξα σοι ο Θεός, είπεν η χήρα μη δυναμένη να κρύψη την χαράν της.

Ο Μανώλης απεσύρθη συνεσταλμένος, όπως ο σκύλος, ο οποίος φοβείται λάκτισμα. — Καλά, εψιθύρισεν· ότι να κάμω πάλι κιαμμιά κουζουλάδα θα φωνιάζης ... Αλλ' όμως ενεκαρτέρησεν ο ταλαίπωρος· και αντί να παρεκτραπή απετάθη προς την μητέρα του, με την βεβαιότητα ότι αυτή τουλάχιστον δεν θα του ωμίλει με σκληρότητα ως ο «αφέντης» και ότι ίσως θα κατώρθωνε να μετριάση την δυστυχίαν του.

Η θεια μου σκέφθηκε λίγο κέπειτα είπε: — Δε θα παντρευτή μπλειο αυτή η κοπελιά; Αργεί να παντρευτή και πρέπει πως απού τη λαχτάρα τση παντριγιάς τσ' έρχεται σαν κουζουλάδα. — Και στο παιδί μου μένα θα ξεθυμάνη η κουζουλάδα τση; — Η πυρωμάδα τση, άλλαξε τη λέξη η θεια μου και χαμήλωσε τη φωνή της. Δεν άκουσα τη συνέχεια της ομιλίας, γιατ' η μάνα μου μ' έδιωξε.

Αλλά δεν είχεν ανάγκην οίνου διά να μεθύση. Τον εμέθυεν ο χυμός, ο πλούσιος χυμός της ζωής, ο οποίος εκυκλοφόρει και έβραζεν εις τας φλέβας του, η κουζουλάδα, ως την απεκάλει ο πατέρας του και εις την οποίαν ακόμη φευ! δεν είχε δοθή το κατάλληλον φάρμακον.

Εκεί τον εύρεν η αυγή, εκεί και η ημέρα. Κατά το διάστημα τούτο εστέναξε πολλάκις και με τους στεναγμούς εκείνους φαίνεται εξητμίζετο η κουζουλάδα του και τον αφήκε ναντικρύση με ψυχραιμίαν την κατάστασιν. Αλλά τι συνέβη ακριβώς εις την κουζουλήν εκείνην κεφαλήν δεν δυνάμεθα να γνωρίζωμεν.

Είντα θέλει από σένα, που τση πέφτεις παιδί τση; Άντρα σε θέλει γ ή καύκο; Κουζουλάδα, πρέπει, την πιάνει την κακομοίρα, απού τον καϋμό τση, γιατί δε βρίσκει άντρα. Καλά το λέει κ' η θεια σου το Καλιό. Μα δε θα την αφήσω γω να ξεμυαλίση το παιδί μου και να το κάμη ανεμπαίγνιδο του χωριού.

Δεν είν' αυτή σωστή κουζουλάδα; Κ' είντα θα πη ο κόσμος, σα μάθη τα λόγια και τα φερσίματά σου; Όλοι σε παινούνε κη κακομοίρα η μάνα σου τώχει κρυφό καμάρι. Και να κατέχανε ποιες πρίκες με ποτίζεις και τρομάρες μου δίδεις με τα πεισματικά σου!

Η μητέρα του έδραμεν εις την θύραν ανήσυχος. — Μανωλιό, πού πάς, παιδί μου; Για το Θεό μην κάνης κιαμμιά κουζουλάδα. — Δεν πάω ποθές, είπεν ο Μανώλης χωρίς να στρέψη την κεφαλήν και απεμακρύνθη με σπουδήν, κατακυλίων τους λίθους του δρόμου με τους πόδας του. — Άφηςτονε, είπεν ο Σαϊτονικολής απωθών την σύζυγόν του εκ της θύρας.

Τέτοια κουζουλάδα, πρέπει, σε κρατεί και σένα, εξηκολούθησεν ο Σαϊτονικολής, και θαρρείς πως δε σε φτάνει μια παρά ρίχτεις το νου σου σ' όποια δεις. Έχε, καλορρίζικε, μια ολιά 'πομονή να κτίσης το σπίτι σου και να πήξη ο μυαλός σου κύστερα σαν πάρης την Πηγή, θαρθής να μουπής και συ πως σε φτάνει και υπερυψούται. Ο Σαϊτονικολής εγέλα, αλλ' ο Μανώλης είχε γίνει πολύ σοβαρός.

Εγώ δε φοβούμαι μπλειο πράμμα και κιανένα. Απής μεσίμωσ' ο Χάρος, θαρρώ σα να μην είμαι μπλειο σε τούτο τον κόσμο και δε λογαριάζω είντα λένε κείντα κάνουν οι γιαθρώποι, γη κακό, γη καλό λένε. Σήμερο μπορώ να βγω στο ψηλότερο δώμα και να φωνιάξω στο χωριό τη ντροπή μου και την κουζουλάδα μου, γιατ' αφορμές δεν έχω να ντρέπωμαι. Έχω μιαν αγάπη, που δε μου ταιριάζει.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν