United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είν' αυτή σωστή κουζουλάδα; Κ' είντα θα πη ο κόσμος, σα μάθη τα λόγια και τα φερσίματά σου; Όλοι σε παινούνε κη κακομοίρα η μάνα σου τώχει κρυφό καμάρι. Και να κατέχανε ποιες πρίκες με ποτίζεις και τρομάρες μου δίδεις με τα πεισματικά σου!

Ο ξένος είχεν ακούσει, ότι η Κώσταινα είταν ξενιτεμένη πολλά χρόνια, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά, ακούοντας τώρα, ότι την έλεγαν και Κώσταινα, και τον προύχοντα να φωνάζη «τα σχαρήκια... » κοντοστάθηκε λίγο, κλονίστηκε, σαν κυπαρίσσι, που τώχει κόψει τες ρίζες του ο ξυλοκόπος, άφησε από τα χέρια του το καπίστρι του μουλαριού, γονάτισε και σωριάστηκε κατά γης, ψηλά στο χιόνι.

Μη σημαδεύετε ψηλά... Κι' αν πέσω, θυμηθήτε, Τ' άρματα, το κεφάλι μου... Ας τάχη ο γυιός τ' Ανδρούτζου Να μη τα πάρη η Αρβανιτιά... 'Σ τον κόρφο κρεμασμένο Όποιος μου ψάξη το κορμί, θαυρή το φυλαχτό μου... Μου τώχει ρίξη στο λαιμό η μάνα μου τη νύχτα Που εβγήκα κλέφτηςτα βουνά... Πάραυτα να το πάτετο μοναστήρι τ' Άη Γιαννιού... Θέλω το δαχτυλίδι θέλω να μείνη μαρτυριά ς' το χέρι το δεξί μου, Να με γνωρίση ο Ομέρπασας.

Και συ, μεγάλε βασιλεύ, το άδικον να κάμω δεν θέλωτην φιλίαν μας, να σε παρακινήσω την θυγατέρα που μισώ γυναίκα να την πάρης. Να στρέψης την αγάπην σου εκεί οπού τ' αξίζει, και όχι ς' ένα σίχαμα, που τώχει εντροπήν της κ' η φύσις πως την έπλασε!

ΜΑΚΒΕΘ Είμαι ο Μάκβεθ! ΣΙΒΑΡΔΟΣ Να μου 'προφέρη όνομα κι' ο Σατανάς δεν έχει που να μισώ όσον αυτό! ΜΑΚΒΕΘ Και τόσον να φοβήσαι. ΣΙΒΑΡΔΟΣ Ψεύδεσαι, τύραννε φρικτέ! Θα σ' αποδείξω ψεύστην με το σπαθί οπού κρατώ! Σ' εγέννησε γυναίκα! Γελώ τον κίνδυνον, σπαθί δεν με τρομάζει, όχι, γέννημ' αν ήναι γυναικός όποιοςτο χέρι τώχει.

— Α! βάρδα μπένε! θα χάσετε τον κόπο σας, είναι σήμερα τ' αφεντικό εκεί . . . είπεν ο επιστάτης. — Και τ' αφεντικό δε χωρατεύει, υπεστήριξεν ο κάπηλος. Δεν τώχει για τίποτε να σας τουφεκίση με σκάγια και να 'πη ύστερα πως σας πήρε γι' αγριόπαπιαις, κ' έκαμε &γιαγνίς&. Ευδία ήτο η φθινοπωρινή ημέρα.

Πούτο Σαϊτάνι φύτρωσες, μπρε! έλεγεν ο Ταχίρ εμπαικτικώς. — Εκεί που δεν έσπειρες· απήντα ο Ζάχος βράζων από τον θυμόν, — Τώχει, μπρε, η μάνα σου; — Τώχει μα δετο δίνει. — Έμεινε κι' άλλος από σας να με σκοτώση; — Θα σε σκοτώσω ατός μου! — Εσύ δε φελάς. . .

Σύρε να πης του Θανάση, είπεν ούτος, ο Στάθης, πες, τώχει το πορτοφόλι, και θα του το δώση, πες . . . Το πήρα, γιατί φοβήθηκα μην τ' αρπάξ' η θυγατέρα σου, την ώραν που τον έπιασεν ο βήχας . . . κι' αυτή πολεμούσε να τόνε καταφέρη για να της δώση της χίλιες δραχμές, τα παραπανισμένα που μας γύρευε ο γαμβρός. Τώρα πλεια η πόρτα έκλεισε . . . Πανωπροίκια δεν έχει.

ΑΡΓΓΑΝ Πώς! δε βρίσκεις αληθινό ένα πράγμα που τώχει αναγνωρίσει όλος ο κόσμος και όλοι οι αιώνες το έχουν σεβασθή; ΒΕΡΑΛΔΟΣ Όχι μόνο πολύ απέχω από του να την νομίζω αληθινή, μα μου φαίνεται ακόμα και πως είνε η μεγαλύτερη παραφροσύνη που έγινε στον κόσμο.

ΧΡΕΜΗΣ Για ιδές εκεί χιτώνιο που τώχει! μα τούτο είνε γυναικός. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Το πήρ’ αντί της χλαίνης στο σκότος. Συ πούθ' έρχεσαι και τάχα πού πηγαίνεις; ΧΡΕΜΗΣ Απ' τη Βουλή. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Πώς; Τέλειωσε; ΧΡΕΜΗΣ Κ' είνε πρωί ακόμα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Τριώβολο επήρες; ΧΡΕΜΗΣ Θα σου το πω, μα ντρέπομαι• ποιος δεν το θέλει τάχα; αλλ' άργησα και μου μείναν η τσέπες μου μονάχα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και ποιο ήταν το αίτιο;