United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο κρίμα, έλεγον, να χαθή κατ' αυτόν τον ασεβή τρόπον γέρων τόσον αγαθός. Ιδού δε τι επενόησεν ο σοφός ούτος Πρωτεύς διά ν' αντιμετωπίση πάντα ταύτα και πώς διέφυγε τον κίνδυνον. Άμα ήκουσε τούτο ο λαός, ο οποίος απετελείτο από ανθρώπους πτωχούς και χάσκοντας διά βοηθήματα, ήρχισε να φωνάζη ότι είνε φιλόσοφος, ότι είνε φιλόπατρις και να τον ανακηρύττη οπαδόν του Διογένους και του Κράτητος.

Ο δε Μανώλης, μη δυνάμενος να υπερβή το χαντάκι, έλαβε μέρος εξ αποστάσεως και ήρχισε να φωνάζη και αυτός μετά των βουκόλων: «Κού-κου! Κού-κουΑλλ' ο βουκόλος, εις ον ανήκεν ο εξερεθιζόμενος ταύρος, ακούσας την φωνήν του Μανώλη, έστρεψε κατ' αυτού την οργήν του και του εφώναξε: — Άμε στο διάολο και συ, Πατούχα!

Διόλου, καλέ Ξένε, αλλά, και αν υπάρχη μικρά ελπίς να ωφελήση η συμβουλή εις τα τοιαύτα, δεν πρέπει διόλου να αποκάμη ο νομοθέτης, και αν είναι μικράς αξίας, αλλά, καθώς λέγει η παροιμία, πρέπει να φωνάζη με όλην του την φωνήν και να βοηθήση τον παλαιόν νόμον, ότι δηλαδή υπάρχουν θεοί και είναι αληθινά όλα όσα τόρα είπες συ και μάλιστα και τον ίδιον τον νόμον και την τέχνην να βοηθήση λέγων ότι υπάρχουν και τα δύο ή εκ φύσεως ή από κάτι όχι κατώτερον από την φύσιν, εάν βεβαίως είναι έργα νου με ορθόν λόγον, τον οποίον και συ μου φαίνεται ότι θέλεις να ειπής και εγώ τόρα πλέον σε πιστεύω.

Αλλ' όταν είδε την πενθεράν του να φωνάζη και να χειρονομή τόσον μακράν, ώστε δεν ηδύνατο ν' ακούη τι αυτή έλεγεν, οδηγούμενος μόνον από την διεύθυνσιν των χειρονομιών της, είδε την Φραγκογιαννού να φεύγη προς το μέρος του δάσουςτότε, έτρεξε προς το μέρος εκείνο, κ' εφώναξε μεγάλη τη φωνή προς την Φραγκογιαννού·Τι είναι; . . . Τι τρέχει;

Πες μου α δε φωνάζη τότες κρυφή φωνή μέσα σου «Μάννα μου», κι ας έμαθες να κλίνης το «μήτηρ», με το δυικό του μαζί! Τι παράξενο όμως, τίποτις άλλο να μη θυμούμαι σ' εκείνη τη λειτουργία! Μήτε τον παπά, μήτε τους ψαλτάδες, μήτε πολυελαίους, μήτε μανάλια! Τίποτις άλλο, παρά τη μάννα μονάχα! Τη μαυροφόρα τη μάννα, και σύννεφα ολοτρόγυρα! Ξεχάστηκαν όλα τάλλα, για την καλή σου την τύχη . . .

Όπως ήτο μικροκαμωμένη, θα την εσήκωνε σαν παιδάκι και με δύο πηδήματα θα έφθανεν εις το σπίτι του. Κ' ύστερα ας φωνάζη ο Σαϊτονικολής να πάρη την Πηγήν. Τόσον εύκολον του εφαίνετο το πράγμα, ώστε, ενώ το εσκέπτετο, το εφαντάζετο ως τετελεσμένον και την αβράν κόρην της χήρας ασπαίρουσαν εις την αγκάλην του.

Η μοναχή κουβέντα, πώκαναν μέσα στην εκκλησιά, είταν το φάνισμα του ισκιωματιού τη νύχτα μέσα στο χωριό, και τόσο πολύ η κουβέντα αυτή έπαιρνε κι' έδινε, ώστε κι' οι άντρες κουβέντιαζαν, πράμμα που μόνον οι γυναίκες τώκαναν ως τα τότε, κι' έκαναν πάντα τον παπά να τους φωνάζη μες από το γιερό: — «Σωπάστε, γυναίκες»!...

Ενώ εσήκωνε και έδενε τα κλήματα εις τους στύλους, επλησίασε το ερπετόν και τον εδάγκωσε εις τον μεγάλον δάχτυλον και αυτό μεν επρόφθασε και εκρύβη πάλιν, ο δε αμπελουργός ήρχισε να φωνάζη από τρομερούς πόνους.

Και δεν έρχεται. Γιατί δεν έρχεται! — Δεν θάρθη ποτέ. — Και θα φωνάζη ως πότε; Θεέ μου! Τρέμω. — Θα φωνάζη αιώνια.... — Μια φούχτα χώμα. Κι' ο θρήνος είναι απέραντος. — Δεν είναι μια φούχτα χώμα. Είναι μια καρδιά... Σφίξε μου το χέρι. Κάνει κρύο. — Είναι μια καρδιά... — Τα χέρια σου είναι παγωμένα. — Κρυώνω. Πώς κρυώνω! — Τα δόντια σου κτυπούν άγρια.

Δεν είχα δε φθάση εις ύψος σταδίου, ότε ήκουσα την Σελήνην να μου φωνάζη με γυναικείαν φωνήν• Μένιππε, σε παρακαλώ να μου κάμης μίαν χάριν, όταν θα ίδης τον Δία, και σου εύχομαι να επιτύχης τον σκοπόν του ταξειδίου σου. Λέγε, αρκεί να μη μου δώσης τίποτε να σηκόνω.