Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Τι κάνουν οι δικοί μας στην Αθήνα; Να σου πω την επεθύμησα την Αθήνα μας. Έπειτα, εκτείνας την παλάμην προς τον συμπατριώτην, του είπε: — Δος μου τώρα μια δεκάρα! — Δεν έχω ψιλά, καϋμένε. Έπειτα. — Α! στο διάολο λοιπόν, μπαγάσα! Κατά την τελευταίαν επανάστασιν, εγνώρισα εις την Κρήτην ένα Αθηναίον κουτσαβάκην.

Αλλ' όταν τον διέκρινε και έστρεψε προς αυτόν το βλέμμα της, ο Μανώλης ησθάνθη κάτι από την συγκίνησιν την οποίαν του έδιδαν άλλοτε τα γλυκύτατα εκείνα μαύρα μάτια. Αμέσως όμως απετίναξε το αίσθημα εκείνο και απέστρεψε το βλέμμα με κίνημα θυμού: — Ας στο διάολο, μουστακάτη!

Προσευχόταν απορροφημένος, αλλά, όταν ο Έφις του άγγιξε ελαφρά το καπότο έστρεψε έκπληκτος στην αρχή, έπειτα βίαιος, χωρίς να αναγνωρίσει το ζητιάνο. «Στο διάολο! Ούτε εδώ δεν μας αφήνετε ήσυχους;» «Ντον Πρέντου, αφεντικό! Είμαι ο Έφις, δεν με αναγνωρίζετε

Δεν είν' αλήθεια, Μανώλη. Εγώ σου τήνε χαρίζω, φίλε μου, και να τήνε χαίρεσαι. — Αλήθεια; είπεν ο Μανώλης με παιδικήν χαράν. — Αλήθεια κι' άλλη φορά να μην πιστεύγης ό,τι σου λένε. Παραδώσας δε εις τον Μανώλην τον πασαλήν, τον εκαλονύκτισε και απεμακρύνθη αταράχως, ως να μη είχε συμβή τίποτε. — Πότε διάολο μ' έβαλε κάτω κ' επήρε μου και το μαχαίρι! εσκέπτετο θαυμάζων ο Μανώλης.

Ο δε Μανώλης, μη δυνάμενος να υπερβή το χαντάκι, έλαβε μέρος εξ αποστάσεως και ήρχισε να φωνάζη και αυτός μετά των βουκόλων: «Κού-κου! Κού-κουΑλλ' ο βουκόλος, εις ον ανήκεν ο εξερεθιζόμενος ταύρος, ακούσας την φωνήν του Μανώλη, έστρεψε κατ' αυτού την οργήν του και του εφώναξε: — Άμε στο διάολο και συ, Πατούχα!

Και μίαν ημέραν είπε: — Μα είντα διάολο, μέλι έχει αυτή η σουρσουράδα τση χήρας και δεν μπορεί να τήνε παραιτήση με τόσες προσβολές απού του κάνει; Η Πηγή η κακορρίζικη δεν τούκαμε κιανένα κακό και τον αγαπά που χάνεται κι' αυτός δεν έχει μάτια να τήνε δη. Είντα άνθρωπος είν' αυτός δε μπορώ να καταλάβω. Απεφάσισε δε να δώση τέλος εις αυτήν την κατάστασιν.

Τι διάολο, από μοναστήρι έτρωγε αυτός και το σπίτι του, ή μήπως χάλασε καμμιά εκκλησιά κανένας απ' το σόι του; Και για κακή γρουσουζιά, λες, η φαμελιά του, να μη κάμη έν' αγόρι κι αυτή η δυστυχισμένη τόσα χρόνια. Από τσούπα σε τσούπα. Παραγγελιά να της είχε, πάλι έτσι δε θα γίνουνταν. Οι γυναικούλες έλεγαν πως τους έχουν ρίξη μάγια. Αγγούρια ξυδάτα! πού τα πίστευε αυτός αυτά.

Ο Αστυνόμος και οι Στρατιώται. ΑΣΤ. Μουρέ Γεράσιμε!! ΣΤΡ. Ντελόγκ' αφέντη. ΑΣΤ. Μουρέ πώς τονε λένε κιόνε το διάολο; ΣΤΡ. Ποιόνε αφέντη; ΣΤΡ. Α! αφέντητον Κάντηλα λες; ΑΣΤ. Ναι μουρέ — ν' άμπ' ο διάολος μέσ το μυαλό μου και δεν θυμούμουνε την καντήλα; ναι, ναι, τον καντήλα για σου Γεράσιμέ μου, τον καντήλαπάρτονε εκιόνε και το Διονύσιο, και τον Τζαβαντίνο, και εκιόνε τον άλλονε το διάολο.

Είσαι ένας ηλίθιος, ένας άχρηστος. Έρχεσαι μαζί μου για να διασκεδάσεις και να με τυραννάς. Άντε πνίξου, στο διάολο.» «Τα λες αυτά γιατί ξέρεις πως δεν θα σ’ εγκαταλείψω», είπε ο Έφις. «Παρόλο που είσαι τυφλός με γνωρίζεις, εγώ όμως δε σε γνωρίζω παρόλο που βλέπω. Εάν όμως πιστεύεις ότι μπορείς να βρεις έναν άλλο σύντροφο, να το πράξεις. Θα σε βοηθήσω

Και γιατί είναι προσωρινό; Γιατί δεν μπορεί να ζήσει τόσο μικρό που είναι, αν δεν αφεθεί ήσυχο από τους Έλληνες που ζουν έξω από τα σύνορά του. Και οι Έλληνες αυτοί δε θα το αφήσουν ήσυχο. Λέτε να είναι τόσο κακοί πατριώτες; Όχι, μα νοιώθουν πως πρέπει εκεί να κολλήσουν κι αυτοί, με τα αμπελοχώραφά τους, τα χωριά τους, τις πολιτείες, τα δάση, και τις βοσκές που ορίζουν. Δεν παν στο διάολο!

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν