Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Ο Σιφογιάννης πέρασε όλο ταπόγεμα σταμπέλι του· κιόλη την ώρα καταγινότανε σε διάφορες μικροδουλιές, αλλά πραγματικώς δούλευε το μυαλό του και βασανιζότανε νάβγη από το φοβερό αδιέξοδο, που τον είχε βάλει ο Μόχογλους. Και τρόπο να γλυτώση δεν εύρισκε. Μόνο μια ελπίδα είχε· ότι ο Αγάς ήτο μεθυσμένος, ότι το μεθύσι του τον έβγαλε σαυτό που τούκαμε κιότι την άλλη μέρα θα το λησμονούσε.
Του απολογιέται ο Πρέσβης και του θυμίζει τις όσες τιμές τούκαμε ο Αυτοκράτορας, κι αυτός τις αψήφησε· του λέει πως αυτός ερχότανε για ειρήνη, και κείνος κυρίευε χώρες· τονέ συβουλεύει να προσέξη μη μαζέψη στρατό ο Αυτοκράτορας και τον αφανίση· του δείχνει τέλος δρόμο για μεγαλήτερα και πιο συφερούμενα κατορθώματα, τη Δαρδανία, που και πλούσια χώρα είταν κι ακατοίκητη.
Κιόταν μια φορά ο παπάς τούκαμε την παρατήρηση και τούπε πως ήτο πολύ «ταμακιάρης», δηλαδή πλεονέκτης, ενώ, ως άτεκνος που ήτο, δεν είχε πολλές ανάγκες, ο Σιφογιάννης κύταξε γύρω, για να μην ακούση κανείς κείνο που θάλεγε, κέπειτα σιγά: — Δε θωρείς τα πλούτη μου, γέροντα; είπε. Δουλεύγω και σάλιο δεν έχω στο στόμα. Δεν έχω παιδιά, μάχω αφεντικά.
Και μίαν ημέραν είπε: — Μα είντα διάολο, μέλι έχει αυτή η σουρσουράδα τση χήρας και δεν μπορεί να τήνε παραιτήση με τόσες προσβολές απού του κάνει; Η Πηγή η κακορρίζικη δεν τούκαμε κιανένα κακό και τον αγαπά που χάνεται κι' αυτός δεν έχει μάτια να τήνε δη. Είντα άνθρωπος είν' αυτός δε μπορώ να καταλάβω. Απεφάσισε δε να δώση τέλος εις αυτήν την κατάστασιν.
Πρέπει να ξεθαρρέψη, γιατί 'νε μια ολιά φοβιτσάρης ακόμη κείνε 'ντροπή τέτοιος νιος να φοβάται. Μα δεν κάνει δα και μεγάλα πράμματα ο φουκαράς. Ο Στρατής πάλι θα τούκαμε κιαμμιά αναποδιά και τον αγρίγεψε. Μα σαν του πω εγώ ένα λόγο, ένα μόνο λόγο, σαν έρθη ο καιρός, θα γενή αρνάκι.
Μα εκείνο που τούκαμε μεγαλήτερη εντύπωση ήταν το χτήμα του Θεομίσητου. Τ' ήθελες και δεν είχε μέσα! Ήμερα δέντρα για καρπούς· άγρια για ξύλα, για σανίδια, για πατερά. Χώρια τα όψιμα χωράφια· χώρια τα πρώιμα. Και όλα στοχαστικά μοιρασμένα. Άλλα για σιτάρι, άλλα γι' αραποσίτι, άλλα για βρόμη, για σήκαλη, για καπνό.
Θα ξανάρθω αύριο. Τριφτήτε με την αλοιφή, φάτε, κοιμηθήτε. Ο Αγαθούλης, παρ' όλα του τα βάσανα, έφαγε και κοιμήθηκε. Το πρωί η γρηά τούφερε το πρόγευμά του, ξέτασε τη ράχη του, την έτριψε η ίδια με μιαν άλλη αλοιφή· τούφερε κατόπι να γευματίση και το βράδι ξαναγύρισε και τούφερε να δειπνήση. Την μεθαυριανή μέρα τούκαμε τις ίδιες περιποιήσεις. — Ποιά είστε, τη ρωτούσε πάντα ο Αγαθούλης.
— Άκου νακούσης τώρα, είπε πάλι ο Γιάννης ο Μελαχροινός. Όπου νάνε θαρχίση η παράσταση. Δεν απολείπει καθεμέρα. — Αμ! τι νακούσω, Καπετάν Γιάννη μου! τούκαμε ο Μιχαληός ο Μακαράς, παίρνοντας την ανάσσα του σαν να χασμουργιότανε και σαν ναναστέναζε μαζί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν