United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας κόμπος έπιασε τον Στρατή στο λαιμό, κάτι τι του φάνηκε πως του αποστάθηκε στο λαρύγγι κ' έβηξε να το πετάξη. Άκουσε μόνος του το βήχα του μέσα στη σιγαλιά και ξαφνίστηκε. — Ποιος έβηξ' έτσι; Χριστός και Παναγιά! — Κανένας. Εσύ έβηξες, Στρατή. — Αλήθεια, εγώ έβηξα. Και ξαφνίστηκα. Νόμισα πως έβηξε το Μαχώ. Δεν μπορώ νακούω άνθρωπο να βήχη...Δεν μπορώ. Μια σιωπή θανατική έπνιξε το βήχα.

Μητέρα, τι πράμμα είν' αυτό που κάνει τακ, τακ, στη θάλασσα, κάτω; Μην είναι κανένα στοιχειό; Η Μαχώ εσάλευσεν, έτριψε τα μάτια της και είπεν·Είν' ο Καλαφάτης, παιδί μου. Κ' έκαμε να γυρίση από το άλλον πλευρόν. — Και τι πράμμα είν' ο Καλαφάτης; επανέλαβεν ο Φάλκος. Η Μαχώ εχασμήθη, έκλεισε τα μάτια, και δεν απήντησεν. Ο Φάλκος επέμεινε.

Η Μαχώ επίστευεν ότι θα εύρισκεν εις το Έρημο Χωριό δύο ή τρεις άλλας γυναίκας μαζύ με άλλα τόσα παιδία ή κοράσια, αίτινες διενυκτέρευον από ημερών εις τον τόπον, διά τον αυτόν λόγον και η Μαχώ.

Αλλ' όμως η θεια Μαχώ το Φαλκάκι, ηγάπα το παλαιόν χωρίον της, το μέρος όπου είχε γεννηθή κι' αυτή ένα καιρόν, όταν το χωρίον εκατοικείτο ακόμη, περί τους χρόνους του Αγώνος, και όπου διήλθε τα προσφιλή εις πάσαν μνήμην έτη της παιδικής ηλικίας. Διά τούτο εφρόντισε με κάθε τρόπον να διατηρήση το παλαιό σπιτάκι, την φωλεάν των γονέων της, την κοιτίδα αυτής της ιδίας.

Ήλπιζε λοιπόν η Μαχώ να εύρη συνστροφιάν, καθόσον δεν θα ευχαριστείτο να μείνη μόνη της με το παιδίον την νύκτα εις το έρημον μέρος, όπου «κροτίζει ο τόπος», από τας τόσας παλαιάς αναμνήσεις και τα τόσα στοιχειά. Αλλ' η Μαχώ εγελάσθη. Αι γυναίκες είχον τελειώσει προς το παρόν την πρώτην συλλογήν των ελαιών, και δι' άλλης οδού είχον επιστρέψει το βράδυ εις την πολίχνην.

Και την εσπέραν, όταν εσχόλασαν τα κορίτσια, εγνώσθη ότι αι δύο μαθήτριαι, αίτινες είχον κρατήσει τα κλειδιά διά να σκουπίσουν την προλαβούσαν εσπέραν, είχαν έλθει εις συγκοινωνίαν με μίαν πρώην μαθήτριαν, την Αρετώ Καλκατζάκη, και μ' ένα κορίτσι του δρόμου, την Μαχώ της Τσούναινας. Αυταί αι δύο είχαν κάμει τάχα τα μάγια;

Αυτή η Μαχώ είχε διηγηθή άλλοτε εις τον υιόν της, τον Φάλκον, ότι είδε με τα μάτια της, ένα μεσημέρι, νεράιδες να χορεύουν, από το ύψος του Ερήμου Χωριού, όπου ευρίσκετο, μίαν φοράν, όταν ήτο μικρά κόρη ακόμη, καταντικρύ, επί της κρημνώδους ακτής του Κουρούπη.

Πες μου, μητέρα, τι είν' ο Καλαφάτης; είπε σείων τον ώμον της κοιμωμένης. — Ο Καλαφάτης, είπε μετά κόπου η Μαχώ, είναι μια ξέρα κάτω στο γιαλό, που την λεν έτσι . . . Κοιμήσου, παιδί μου. Η Μαχώ δεν είχεν εννοήσει ότι ο υιός της έλειπεν από πλησίον της, και ότι είχεν επανέλθει τώρα έξωθεν. Ενόμισεν ότι, πλαγιασμένος πλησίον της, είχεν ακούσει τον κρότον της υφάλου.

Ήθελε να κάμη κι' αυτός τον ανδρειωμένον εις τον εξάδελφόν του Σταμάτην, — όστις συνήθως έκαμνε τον άφοβον μεταξύ όλων των παιδιών, — και να έχη να του διηγήται ότι είδε τόσα κρούσματα, τόσα στοιχειά, εις το Έρημο Χωριό, και «δεν ίδρωσε το μάτι του». Η Μαχώ έκαμε την ανάγκην φιλοτιμίαν κ' έμεινεν. Εν πρώτοις, άναψε τα κανδήλια της Παναγίας της Μεγαλομμάτας.

Η Μαχώ το Φαλκάκι συνωδεύετο εις την εκδρομήν αυτήν από τον υιόν της τον Φάλκον, παιδίον δεκατριών ετών.