United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και επειδή ο καπετάν-Θοδωρής ήτο φιλακόλουθος και καλός χριστιανός κ' εγνώριζεν απέξω πολλά «γράμματα της Εκκλησίας» προσέθηκε: «Παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστι καταβαίνον»... Ο δειλός ληστής κάτω εις τον ορμίσκον τον έρημον ανέπνευσεν. Άλλως δεν απείχε πολύ εκείθεν η θάλασσα. Καθ' όλον το διάστημα τούτο ενόμιζεν ότι όπισθεν κατεδίωκον αυτόν τα φοβερά του ρεύματος φαντάσματα, αι άυλοι Νεράιδες.

Τρία μικρά πλάσματα λευκοφορεμένα ήρχοντο προς τα επάνω, προς την βρύσιν, όπου ημείς εκαθήμεθα. Εφαίνοντο να έρχωνται από το κάτω ρέμμα, το γείτον του αιγιαλού, ίσως από τους μύλους, όπου έλεγεν ο Νικολός: — Να η Νεράιδες! Εγώ έβαλα την φωνήν, και σχεδόν θα ηυχόμην να ήσαν, αλλ' ο Νικολός με εξήγαγεν από την πλάνην.

Ο ουρανός άνω εσελάγιζεν από άστρα, και κάτω εκεί, εις την ανταύγειαν των άστρων εφαίνετο να γυαλίζη το πέλαγος φρίσσον, και η ακτή του Κουρούπη, άσπριζεν απέναντι, μελαγχολική, επάνω εις την οποίαν εχόρευον η νεράιδες το μεσημέρι, ενώ την νύκτα έπιπτον μετά κρότου οι λίθοι, τους οποίους εκύλιον τα δαιμόνια, φυγαδεύοντα τους τολμώντας να πλησιάσουν εις την βρύσιν αλιείς . . . Ζέφυρος λεπτός, ευώδης, δρόσος ζωηφόρος έπνεεν.

Διά να λάβη ολίγον θάρρος, είχεν ερωτήσει την μάμμην του αν όλα τα φαντάσματα κάμνουν κακόν εις όσους τα ιδούν, καθώς είχαν κάμει άλλοτε η νεράιδες εις την μητέρα του. Η γραία του απήντησε ότι είναι και στοιχειά αβλαβή και ακίνδυνα, και μάλιστα τα ζώδια των σπιτιών ωρισμένως δεν κάμνουν ποτέ κακόν. Μόλις είχαν φθάσει, και ήρχισε να νυκτώνη.

Ήξερε νεράιδες που παίρνουν τη μιλιά του ανθρώπου, ήξερε δράκους και καλλικάντζαρους και μαγικά βοτάνια, που κάνανε κάθε λογής θαύματα. Και όλα αυτά τα είχε ιδεί με τα μάτια της και τάχε πιάσει με τα χέρια της. Και τι δεν είχε ιδεί!

Κ' εγώ θα να σου πάρω Με την γλυκειά φλογέρα μου τώμορφο το τραγούδι, Που μου το μάθαν η Ξωθιές. Έλα βοσκούλα έλα! Έλα γιατί σαν νυχτωθώ μονάχος μου εκεί πέρα, Από τα δάσα, αφ' τες σπηλιές, αφ' τα βαθειά λαγκάδια Κι' αφ' τα κρεμάμενα νερά χιλιάδες θα προβάλουν Της ερημιάς η ώμορφες, της νύχτας η νεράιδες, Για να με πάρουντο χορό, για να μου ειπούν τραγούδια, Και για να παίξουμε μαζή.

Και φεύγει κατά την πρύμη βιαστικός, με τα μαλλιά σηκωμένα, μ' ένα βήμα άταχτο, σαν να του έδοσαν τσεκουριά στο κεφάλι. — Χριστός βοσκρέσια!... Χριστός βοσκρέσια! ... γροικώ εκείνη την ώρα φωνές και γέλοια. Τρέχω στην κουπαστή· τι να ιδώ; Του διαβόλου πεντέξη Ρούσες, εκολυμπούσαν νεράιδες ολόγυρα στην πλώρη μας.

Εχόρευον αι τέσσαρες νύμφαι θυγατέρες του, αι τέσσαρες Νεράιδες με τα ξανθά μαλλιά και με τα χρυσά στολίδια, φέρουσαι ως πόρπας εις την χρυσήν ζώνην τα μαλαμμοκαπνισμένα τσαπράκια, δώρα γαμήλια του ευλαβούς του Μοναστηρίου ηγουμένου, όστις ουδέποτε έπαυσε να τας ευλογή και τας μνημονεύη τας εναρέτους αδελφάς.

Η Celia είναι μικρότερη και πρέπει να χρωματίση το πρόσωπό της φαιό για να φαίνεται ηλιοκαμμένη. Τα παιδιά που παίζουν τις νεράιδες στο δάσος της Windsor θα ντυθούν άσπρα και πράσιναένα κομπλιμέντο αυτό στη Βασίλισσα Ελισάβετ, που της είναι τούτα τα αρεστά της χρώματακαι στ' άσπρα με πράσινες γιρλάνδες και χρυσωμένες μάσκες οι άγγελοι θάρθουν στην Katherine στο Kimbolton.

Αποδώ αραδίζουν, πηγαίνουν, έρχονται. Την νύχτα βλέπουν και στοιχειά κάποτε εδώ στο ρέμμα. — Και σαν τι στοιχειά; είπα εγώ. — Λέω την νύχτα, επέφερεν ο Νικολός, ακόμη και την ημέρα. Νεράιδες, νεράιδες είδαν με τα μάτια τους να χορεύουν, εδώ κάτω στο ρέμμα, σιμά στην βρύσι.