United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ταλμούχ, του απεκρίθηκα, είναι το όνομά μου, και είκοσι δύο χρόνων είναι η ηλικία μου· μου έκαμε και άλλες πολλές εξέτασες, και του απεκρίθηκα εις εύμορφον τρόπον. Ταλμούχ, εξαναείπεν αυτός, εγώ γροικώ κάποιον πόνον διά τα όσα σου εσυνέβηκαν, όθεν θέλω να σου είμαι εις τόπον πατρός σου.

Απερνώτας δε μερικές ημέρες εκεί, εδόθη ορισμός από τον βασιλέα, ότι όποιος θελήσει να υπάγη να χαρή τες εορτές των γενεθλίων του, οι πόρτες του παλατίου του είναι ανοικτές. Ημείς ευρίσκοντες αυτήν την ευκαιρίαν, επήγαμεν την δευτέραν ημέραν εις το παλάτι του διά να ιδούμε τες χάρες που εγίνοντο, και εκεί που εστεκόμασθε γροικώ έναν να με τραβά από το φόρεμα.

Αυθέντη, λέγει τότε ο Σεήφ Μολτούχ, επειδή και το ύψος της βασιλείας σου με προστάζει να ξεσκεπάσω τα έσω της καρδίας μου, ιδού που της λέγω, ότι με όλες τες χάρες που λαμβάνω από την βασιλείαν σου, και με όλον τον πλούτον, και τες απόλαυσες, που έχω, γροικώ μίαν τόσην ανησυχίαν, που πολλά ανακατώνει την ανάπαυσίν μου· έχω εις την καρδιά ένα σαράκι, που την τρυπά ακαταπαύστως, και που δι' άκραν δυστυχίαν μου, μου κάνει το κακόν μου χωρίς ιατρείαν· Ο βασιλεύς της Δαμασκού έμεινε πολλά θαυμασμένος εις το να ακούση να μιλήση με τέτοιον τρόπον ο αγαπημένος του, και εστοχάσθη μήπως και αυτουνού του αρπάχθη καμμιά βασιλοπούλα ωσάν του βεζύρη του.

Ω αν δεν έχης άλλην αντίρρησιν, μου απεκρίθη αυτός, η δουλειά είναι γενομένη· επειδή και εγώ απεφάσισα να γένω Μωαμεθανός από πολύν καιρόν, ομοίως και όλη μου η οικογένεια, επειδή είμαι βαρεμένος να λατρεύω βόιδια και αγελάδες· γροικώ που ευρίσκομαι εις την πλάνην· όθεν απεφάσισα να γένω Μωαμεθανός ωσάν και εσένα· διά το οποίον, ω υιέ μου, ημπορείς χωρίς δισταγμόν να δεχθής το πρόβλημά μου.

Ο Οφφικιάλος του Βασιλέως του λέγει· αγαπημένε μου νέε, σε ορκίζω εις τον Προφήτην, να μου διηγήσης τα συμβεβηκότα που σου ηκολούθησαν, και δεν το ζητώ διά περιέργειάν μου να τα μάθω, μα γροικώ μίαν κλίσιν υπερβολικήν προς εσάς, διά να σας βοηθήσω αν είναι τρόπος, και ελπίζω πως δεν θέλεις μετανοήσει που μου τα εξεμυστηρεύθης· μίλησε λοιπόν με ελευθερίαν και μη μου κρύψης τίποτε, διατί κατάλαμβάνω ότι είσαι ευγενικός νέος, και επιθυμώ διά να σε βοηθήσω.

Εγώ μην έχοντας κανένα δηνάριον, έτσι και δεν ημπορούσα να του δώσω. Αυτός ελογίασε να μη γροικώ την Περσικήν γλώσσαν. Όθεν άρχισε να τραγουδή Αραβικά, μα καταλαμβάνοντας ότι εγώ δεν είχα τίποτα να του δώσω, μου είπεν· Αδελφέ, δεν ημπορώ να καταλάβω, εσύ να είσαι χωρίς δηνάρια; Βέβαια έτσι είνε του απεκρίθηκα· εγώ δεν έχω επάνω μου ούτε άσπρον, και δεν ηξεύρω πού να κτυπήσω το κεφάλι μου.

Και τον καιρόν που την έχασα από τους οφθαλμούς μου, εβυθίσθηκα δι' αυτήν εις διαφόρους διαλογισμούς, και στοχαζόμενος επάνω εις την ωραιότητά της, άρχισα να γροικώ εκείνο, που έως τότε δεν είχα αγροικήσει· και μετ' ολίγον βλέπω και έρχεται μία σκλάβα και με σταματά. Εγώ εγνώρισα ευθύς πως ήτον η σκλάβα της κυράς που εσυνάντησα, η οποία μου ωμίλησε με γλυκύν τρόπον.

Δίκαιε Ουρανέ, είνε τούτη η τύχη όλων εκείνων που εθεώρησαν ετούτην την ζωγραφιάν, να αγαπήσουν την απάνθρωπον, και σκληρόκαρδον βασιλοπούλαν που παρασταίνει; αλλοί εις εμέ· γροικώ αρκετά ότι αυτή κάνει και εις εμέ εκείνο το ίδιον που έκαμε και εις το βασιλόπουλον που την είχε· ποία μεταλλαγή είνε τούτη, ω μεγάλε Θεέ; Εγώ ολίγον εμπροσθήτερα δεν εκαταλάμβανα πώς ημπορούσε να δοθή μία ζωγραφιά να κάμη τέτοιον αποτέλεσμα, και να πηγαίνουν ωσάν τυφλοί να θανατώνωνται, και τώρα να μη βλέπω πράγμα που να μου φοβερίζη τον θάνατον; όχι, βασίλισσα απαρομοίαστη, ακολούθησεν αυτός θεωρώντάς με βλέμμα γλυκύ την εικόνα, κανένα εμπόδιον δεν με κρατεί· εγώ σε αγαπώ με όλον που είσαι σκληρή, και αποφασίζω ετούτην την ώραν ή να σε κερδίσω, ή να αποθάνω και εγώ διά την αγάπην σου μαζί με τους άλλους.

Α σκληρέ Καλάφ, ποίος σου είπε να έλθης εδώ να συγχύσης την ανάπαυσίν μου; ποίος εστάθη εκείνος που σε ηνάγκασε να έλθης να υποχρεώσης με την άκραν σου χάριν, με την πολλήν σου σταθερότητα να ρίξω την αγάπην μου εις εσένα, που ακόμη δεν ήξευρα τι ήθελε ειπή αγάπη προς άνθρωπον, και τώρα να γροικώ μίαν μεγάλην κλίσιν δι' εσένα; Η αγάπη λοιπόν του Βασιλέως πατρός μου, που δείχνει δι' εσένα, και οι μεγάλες χάρες που έχεις, με κάνουν να αποφασίσω διά να σε δεχθώ διά νυμφίον μου, διατί άλλος δεν είναι που να σε ομοιάση.

Εγώ σας ομολογώ, ακολούθησε να λέγη κυττάζσντας την Κατηγέ ότι γροικώ μίαν μεγάλην αγάπην εις ετούτην την χαριτωμένην κόρην· ευθύς που εγώ την είδα αγροίκησα εις τον εαυτόν μου μίαν κλίσιν, που ποτέ μου δεν εγνώρισα· αν θέλετε και οι δύο ακολουθήσατέ με, και σας τάσσω ότι θα σας βάλλω εις μίαν κατάστασιν πολλά ευτυχισμένην· και θέλετε έχει αιτίαν που να εύχεσθε την τύχην σας, η οποία σας έκαμε να με συναπαντήσετε εις τούτην την στράταν.