United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μη κυττάξης αυτήν την ζωγραφιάν, αντιστάσου εις την θέλησίν σου, που σε βιάζει, διά να μη σου συμβή και εσένα κανένα κακόν αποτέλεσμα.

Σαν όνειρον, σαν χιλιόχρωμον ζωγραφίαν επί κυανού εδάφους εθεώρουν εν θαυμασμώ την μυριάνθρωπον Πόλιν, με την ανατολήν του ηλίου αναθρώσκουσαν από μέσα από την ομίχλην, ως αναδυομένην από των κυμάτων, σύμπλεγμα πολύμορφον κυπαρίσσων και μιναρέδων και θόλων, παλατίων και ναών. — Είδες την Πόλιν, βρε Γιαννάκη;

Και απέσυρα διά της βίας από τα δάκτυλά του την άκραν του υφάσματος, το οποίον κατέπεσε και εκάλυψε την φρικώδη ζωγραφίαν. Ο Νίκος κατέβη από την κλίνην και εκάθισεν επ’ αυτής. Ήτο κάτωχρος. Έλαβα εκ της χειρός του τον λύχνον και τον κατέθεσα επί της τραπέζης. Ήθελα να είπω τι διά να τον καθησυχάσω, αλλ' αι λέξεις δεν ανήρχοντο εις τα χείλη μου.

Ο ηγούμενος εξηκολούθει να ήνε άφωνος. Ενόμιζες ότι αι λευκαί τρίχες του παχέος μύστακος αυτού απέκρυψαν τελείως το στόμα του. Και μόνον ένα θρήνον τώρα εξέβαλεν υπόκωφον. — Και τα είχαμε διά την ζωγραφίαν της Εκκλησίας! . . .

Μα, ειπέ μου, ακολούθησε να λέγη η κυρία, διά ποίαν αιτίαν επαράτησες την αυλήν του πατρός σου; και πως ευρίσκεσαι εδώ εις τούτο το νησί; τότε εγώ επλήρωσα την περιέργειάν της, και της ωμολόγησα με όλην την καθαρότητα, πως είχα γίνη αγαπητικός της Αλγεμάλ, θυγατρός του βασιλέως Καχαάλ, βλέποντάς την ζωγραφιάν της εις μίαν εικόνα, την οποίαν ευθύς της την έδειξα, έχοντάς την κοντά μου, ομού με το δακτυλίδι· έπειτα της εδιηγήθηκα και τα άλλα μου συμβεβηκότα ως εκείνην την ώραν.

Το πάθημά μου τούτο ομοιάζει σχεδόν με το πάθημα εκείνου, όστις ιδών πού ωραία ζώα, είτε απεικονισμένα εις ζωγραφίαν είτε και αληθινώς ζωντανά, αλλά ήσυχα μένοντα, ήθελεν αισθανθή την επιθυμίαν να τα ίδη να κινώνται και να εκτελώσι καμμίαν άσκησιν εξ εκείνων, αι οποίαι πιστεύεται ότι αρμόζουσιν εις τα σώματα αυτών κατά την πάλην . Το αυτό λοιπόν και C. | εγώ έπαθον ως προς την πολιτείαν, την οποίαν περιεγράψαμεν.

— 'Σαν ψεύτικη, πατέρα! Είπε μετά ώραν, αφηρημένος προς το θέαμα ο έφηβος, με παλμούς ανυπομονησίας καρτερών πότε ν' απολαύση εγγύτερον, να ψαύση την εύμορφον εκείνην ζωγραφίαν της αιχμαλώτου μητροπόλεως του Γένους. — Ινανμάσι γκελ ταμπάκ! Ετραγωδούσεν εκείνην την ώραν γλυκύτατα ο πωλητής του αφράτου μουχαλεμπιού από της υψηλής των Ψωμαθειών ακτής. — Σαν δεν πιστεύης έλα να ιδής!...