United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΒΕΡΑΕγώ έδειξα πως δεν εξέχασα. Νομίζω πως το έδειξα. Ο καιρός δεν επέρασε για μένα. Δε μιλώ για τον εαυτό μου. Η ζωή μου σταμάτησε στην αρχή του δρόμου. Όμως σταμάτησε σ' ένα περιβόλι, που δε μαράθηκαν ποτέ τα λουλούδια του. Γιατί δεν άφισε να μαραθούν. ΦΛΕΡΗΣ — Κ' εγώ θέλω να ξαναγυρίσω στην αρχή του δρόμου. Δεν είναι το ίδιο Βέρα; Τι σημαίνει αν ετράβηξα μπροστά εγώ.

Εκαθίσαμεν εκεί ν' αναπαυθώμεν, ολίγον προτού διασχίσωμεν την κοιλάδα μέχρι του ποταμού. Έδειξα εκείθεν εις τους συντρόφους μου το σημείον, όπου έπρεπε να διευθυνθώμεν, — εκεί όπου η δεξιά όχθη υψουμένη εφαίνετο παρέχουσα ως πρόχωμα δυνάμενον να μας προφυλάξη από τας εχθρικάς σφαίρας, αφού πηδήσωμεν εντός της κοίτης. Αλλ' ο Μίρτος;... Μου ήλθε διά μιας ως έμπνευσις.

Κ' εμένα με διέταξαν να τους ακολουθήσω, κι' απόκρισιντο γράμμα σου εδώ να περιμένω. Αλλά μ' εστραβοκύτταζαν. — Και με τον ταχυδρόμον συναπαντήθηκα εδώ της κόρης σου εκείνον, που με την παρουσίαν του μ' επότισε φαρμάκι. Ήτον ο ίδιος, που προχθές ετόλμησεν εμπρός σου ν' αυθαδιάση. Έδειξα ανδρείαν κι' όχι γνώσιν, κ' έσυρα έξω το σπαθί. Εσήκωσε τον κόσμον με άνανδρα ξεφωνητά εκείνος.

Εξήλθομεν της καλύβης και διηυθύνθημεν εν σιωπή προς την άκραν του κήπου, υπό την γνωστήν μηλέαν. Έδειξα εις τον γέροντα το σημείον. Το ενθυμούμην καλώς. Ενόμιζα ότι βλέπω εισέτι τον πατέρα μου σκάπτοντα αντικρύ μου, και τους δύο σάκκους εις το χείλος του ανοιγομένου λάκκου. Του κηπουρού η αξίνη εκτύπησε το χώμα και αντήχησεν εις τον κήπον ο υπόκωφος κρότος. ― Μη μας ακούσουν, Γιάννη. Σιγά σιγά!

Έμενε κρεμασμένος στη μητέρα του και μου φώναζε από μακριά, θριαμβευτικά γιατί βγήκε αληθινή η προαίστηση του και με κάποια δόση δυσαρέσκειας γιατί έδειξα δυσπιστία στην προαίστηση: — Βλέπεις που ήρθε! Βλέπεις που το ήξερα! — Είσουνα μέσα και κοίταξες, είπα.

Το Βαγγελιό όμως τάκουε με πολλή σοβαρότη και δεν άφηνε να χάση λέξη. Σένα γράμμα έλεγα ότι, όπως ήτονε πάντα στο νου μου, συνείθιζα λίγο κατά λίγο να νομίζω πως ήτο μαζή μου πραγματικά κι ότι με συντρόφευε στο διάβασμα· κέτσι εύρισκα όρεξη να διαβάζω. — Πούνε γραμμένο αυτό; είπε με πολλή ζωηράδα το Βαγγελιό. Της έδειξα το μέρος κιαυτή πήρε την επιστολή και φίλησε την περικοπή κείνη.

Ταύτα απεκρίθη και οι Μυσοί ευχαριστήθησαν· κατ' εκείνην όμως την στιγμήν εισήλθεν ο υιός του όστις είχε μάθει τι εζήτουν· και επειδή ο Κροίσος δεν ήθελε να τον πέμψη μετ' αυτών, ο νεανίας τω είπεν. «Ω πάτερ, αι κάλλισται και ευγενέσταται πράξεις ήσαν πρότερον δι εμέ να συχνάζω εις τους πολέμους και εις τα κυνήγια· τώρα με απομακρύνεις και από τα δύο· εν τούτοις ούτε αδυναμίαν έδειξα, ούτε έλλειψιν θάρρους.

Έρριξες το παιδί μου εις την φωτιάν, έδωσες την θυγατέρα μου μιας σκύλλας, και με όλον που ήτον μεγάλη η θλίψις μου, εγώ δεν σου ωμίλησα, αλλ' ούτε σου έδειξα πως μου εκακοφάνη· μα ετούτο που μου έκαμες τώρα δεν ημπορεί να είνε άλλο, παρά μία επιβουλή της ζωής μου και της τιμής μου, και μου είνε αδύνατον που να μη παραπονεθώ.

Ακούσας ταύτα, την αφήκα δεμένην και αναβάς εις την στέγην εφώναζα και εκάλουν τους συντρόφους μου. Όταν δε ούτοι ήλθαν, διηγήθην τα πάντα, έδειξα εις αυτούς τα οστά και τους ωδήγησα μέσα προς την δεμένην γυναίκα. Αυτή όμως μετεβλήθη αμέσως εις νερόν και εξηφανίσθη. Τότε εγώ εβύθισα το ξίφος μου εις το νερόν διά να ίδω τι θα συνέβαινε• και το νερόν έγεινεν αίμα.

Ο προκομμένος ο αρχιμανδρίτης εκεί που με το ένα χέρι σκούπιζε τα δάκρυά του, με το άλλο είχε σηκώσει με τρόπο το ράσο του κ' έδειχνε στους άλλους μισούς τα πισινά του. Ο θεομπαίχτης! Κι' όταν τον έκραξα να τον επιτιμήσω, να τον φτύσω στα μούτρα, τι θαρρείς πως είπε, ο αθεόφοβος: «Αν έδειξα τα πισινά μου, τάδειξα στην πόρτα και στους κολασμένους, τους αγιογδύτες.