Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Μα όπως σας είπα, εμείς δεν έχουμε καμμιά σχέση μαζί της. Για τούτο τάχω με τον αδερφό μου, που θέλει σώνει και καλά να την κουβαλήση στο σπίτι μας. Δε θα το καταφέρη όμως, να είστε βέβαιοι. Όσο ζω εγώ, δε θα το καταφέρη.... Ο Αριστόδημος συντρόφευε τα λόγια του με φοβερές χερονομίες και με μορφασμούς σιχασιάς. Μα έλεγε μισή την αλήθεια.
Ο παπάς έβαλε το δάχτυλο στο στόμα: — Τσιμουδιά, είπε στο ανηψίδι του. Μπόρα είνε και θα περάση. Με την ώρα άνοιξε κ' η πόρτα και μπήκε ο Θανάσης ο Μελαχροινός, ο δεξιός ψάλτης του Ευαγγελισμού, ένας ψηλός, ξερακιανός, μισοκαιρίτης, του Θεού άνθρωπος, καλόφωνος όσο γίνεται και τεχνίτης, που ερχότανε και συντρόφευε κάποτε τα βράδυα τον παπά, κουτσοπίνοντας μαζί του ως τα μεσάνυχτα.
Και ξαναχτύπησε τη γροθιά του, κάνοντας να ξεχειλίση μια κανάτα, γεμάτη μπρούσκο κρασί, απιθωμένη καταμεσής του τραπεζιού. — Εβίβα! του είπε ο Ρήγας του Μαθιού, ένας βαρελτζής απ' την Κούμη, που τον συντρόφευε. Και σήκωσε το ποτήρι του. — Γιατί τάχα; είπε ο Γιάννης ο Μακαρίτης. Σου φαίνεται παράξενο τάχα; — Βρε βάλε να πιούμε, ξαναείπε ο Ρήγας του Μαθιού. Λόγια σαπέρα θα λέμε τώρα;
Θα μας συντρόφευε ο μεγάλος ξάδερφος· κιο θείος είπε γελαστός της μητέρας μου: — Θα περάσης από τούρκικα χωριά· μα με τα δυο παλληκάρια, που θα σε συντροφεύγουνε, δεν έχεις να φοβηθής. Εγώ κιόλας για καλλίτερη σιγουριά θαρματώσω το Γιωργή. Θα του χαρίσω το τουφέκι πούπαιρνε στο κυνήγι, γιατ' είδα πως ταρέσει.
Έτζι είπε, και τελείοσε την άχαρη ζωή του· Και κρυό κουφάρι ακίνητο τεντόθη το κορμί του. Αυτό το μέγα το κακό ο Πινακάς θωρόντας, 215 Που τον Τριμμούδη από μακριά συντρόφευε ακλουθόντας, Φωναίς μεγάλαις έβγαλε, και βιαστικός κινάει, Τη συφορά που γίνηκε στους Ποντικούς μηνάει.
Περνούσαμε τους στενούς δρόμους αμίλητοι σα φαντάσματα. Έτρεμα από το κρύο, κι' από την κρυάδα της νύχτας εκείνης. Ο χειμώνας συντρόφευε με το Κόλι, να με τρομάξουν. Άκουγα το μουγκρητό και περπατούσα βιαστικά και με ψεύτικο θάρρος. Και μόνο παρηγοριούμουν κ' ησύχαζα σαν έπεφταν του φαναριού η αχτίδες σε κανέναν τοίχο, σε καμιά πόρτα που γνώριζα.
Μόνο τάρμενα που τούλειπαν. Η νύχτα δεν περνούσε από την ώρα που άφησε υγεία ο Γιαννιός. Τα μεσάνυχτα η σοροκάδα είχε δυναμώσει, χαλούσε κόσμο. Η Ουρανίτσα συντρόφευε τον πατέρα της στο νυχτέρι. — Δεν πας να γύρης, βρε κορίτσι; Για μένα κάθεσαι; — Σ' αφίνει να κοιμηθής κι' αυτή η τρελλονοτιά; Λες και θα γκρεμιστή το σπίτι! είπε η Ουρανίτσα.
Θυμήθηκε τους παλιούς καιρούς που τα δουλικά στόμα είχαν και μιλιά δεν είχαν· που ευχαριστιώνταν σε ό,τι τους έδινες κ' έλεγαν σπολλάτη. Κ' είπε αποδώ κι ομπρός θα προτιμήση να κάνη τις δουλειές μοναχή της· δεν υποφέρεται!... Η γριά όμως που συντρόφευε την Ασημίνα, την καταπράυνε. Δεν άξιζε δα να δίνη και μεγάλη προσοχή στα λόγια του κοριτσιού!
Το Βαγγελιό όμως τάκουε με πολλή σοβαρότη και δεν άφηνε να χάση λέξη. Σένα γράμμα έλεγα ότι, όπως ήτονε πάντα στο νου μου, συνείθιζα λίγο κατά λίγο να νομίζω πως ήτο μαζή μου πραγματικά κι ότι με συντρόφευε στο διάβασμα· κέτσι εύρισκα όρεξη να διαβάζω. — Πούνε γραμμένο αυτό; είπε με πολλή ζωηράδα το Βαγγελιό. Της έδειξα το μέρος κιαυτή πήρε την επιστολή και φίλησε την περικοπή κείνη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν