United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνος αν επάλαιψε, επάλαιψε με τους ανθρώπους· αμ' εσύ που τάβαλες με τους διαβόλους; Το ξέρω εγώ· ερχόντουσαν τη νύχτα στο κελί σου σαν πεντάμορφες παρθένες κ' εσύ τις έδιωχνες κ' εκοιμόσουν ολόγυμνος στα χιόνια για ν' αποφύγης τον πειρασμό. Δεν λέγω, νοικοκύρης είσαι· μα τόση περιφρόνησι, θαρρώ, δεν σου άξιζε.

Απ' όλους εκεί μέσα, κανείς δεν άξιζε σαν τον δικό της. Άστραφτε από την ωμορφιά κι από τη ντυμασιά του. Πώς παίζει το ρουμπίνι στο δάχτυλο του κυρίου; — Έτσι παίζουν τα μάτια στο πανώριο πρόσωπο τ' αγαπημένου της. Πώς λάμπει ο χρυσός σταυρός στο λαιμό της κυρίας; — Έτσι λάμπει το χαμόγελο τσα τζιτζιφένια χείλη του καλού της. Βασιλικός στη γλάστρα είνε το κορμί του μέσα στη στολή.

Όντας όμως ο Άρειος μεγαλάνθρωπος, αγέρωχος, και μ' αρχοντάδικη θεωρία, σα να του πήρε τον αέρα του γέρου, κ' έτσι δεν αποκότησε να του μιλήση και καθώς του άξιζε.

Σαν είδε πια που εχώνεψε αγνάντια σταγκωνάρι, βάρεσε τη γροθιά του μ' ορμή στην πόρτα πίσω· μανιασμένος, άγριος τη βλαστήμησε, — σα νάχε ψυχή αφτή, κ' ένιωθε τον πικρόν καημό του·Αχ! αντρογυνοχωρίστρα! Κ' εμπήκε καταλυπημένος στο δωμάτιο. Αποτότε κ' ύστερα τη βαριά σιδεροκάρφωτην πόρτα του Ένα , τη λέγαμ' Αντρογυνοχωρίστρα . Πώς της άξιζε, αλήθεια, τόνομα! Χ Ι Ο Ν Ο

Τι όλο όξω βγήκε οχ το καστρί της Τριάς το ψυχομέτρι.... πώς όχι; Ομπρός τους δε θωρούν του κράνου μου την όψη 70 ν' αστράφτει· ειδέ θα γιόμιζε κουφάρια κάθε αβλάκι μεμιάς αν ήξερε ο τρανός τι μ' άξιζε Αγαμέμνος. Μα να τα τώρα, ας χαίρεται, τα πλοία του βαρούνε.

Μα συλλογίστηκε, ότι η κορασιά άξιζε καλλίτερο γαμπρό κι από το φόβο μήπως, αν φαναρωθή καμιά φορά πως δεν είναι κόρη του, του λάχουν αγιάτρευτες συφορές, και το γάμο αρνήθηκε και να μη του ξανακάμη λόγο εζήτησε κι από τα δώρα, που του αράδιασε, παρατήθηκε.

Τότες είναι που τούφερε και βασιλική κορώνα προσφορά από τους πατριώτες του, που μήτε σκούφια κοινή δεν του άξιζε.

Κ' ύστερ' αρχίσανε να κυνηγούνε και πουλιά και πιάσανε με τα βρόχια αγριόχηνες κι αγριόπαπιες και τώγια, ως που η διασκέδαση τους γίνονταν ωφέλιμη και για το τραπέζι. Κι αν είχαν ανάγκη από τίποτε, τόπαιρναν από τους χωριανούς, πληρώνοντας περισσότερα από όσο άξιζε. Μα εχρειαζόντανε μονάχα ψωμί και κρασί και μέρος για να ξομείνουν.

Δεν άφινε μήτε μέγαρα, μήτε φαγοπότια, μήτε ιπποδρόμια, μήτε τις αρχόντισσες που γυρίζανε τους δρόμους μ' αρίθμητους δούλους κ' ευνούχους κατόπι τους· μα και τους φιλοσόφους τους έλουζε κατά πώς τους άξιζε, ιστορώντας ταγέρωχό τους στάσιμο, τις γενειάδες, και τάλλα στολίδια τους που τα γνωρίζουμε κι από τον Εθνικό το Χρυσόστομο, το Λουκιανό.

Σκεφθήκανε, και βρίσκοντας ότι ίσως ένα τέτοιο έγκλημα δεν άξιζε καθόλου το θάνατο, την έδεσαν σ' ένα δένδρο. Έπειτα εσκότωσαν ένα μικρό σκυλί. Ο ένας του έκοψε τη γλώσσα, την έβαλε στη τσέπη του κοντοκακιού του, και παρουσιάσθηκαν έτσι πάλι στην Ιζόλδη. — Εμίλησε καθόλου; ρώτησε κείνη, ανήσυχη. — Ναι, Βασίλισσα, εμίλησε.