Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Απ' όλους εκεί μέσα, κανείς δεν άξιζε σαν τον δικό της. Άστραφτε από την ωμορφιά κι από τη ντυμασιά του. Πώς παίζει το ρουμπίνι στο δάχτυλο του κυρίου; — Έτσι παίζουν τα μάτια στο πανώριο πρόσωπο τ' αγαπημένου της. Πώς λάμπει ο χρυσός σταυρός στο λαιμό της κυρίας; — Έτσι λάμπει το χαμόγελο τσα τζιτζιφένια χείλη του καλού της. Βασιλικός στη γλάστρα είνε το κορμί του μέσα στη στολή.

Έκαναν γλέντι· εκείνη την ώρα! Είχαν φαγιά· μα τι φαγιά; επεντοβολούσε η Παράδεισος από τη μυρουδιά τους. Κ' έπιναν ένα κρασίρουμπίνι! Ο Δαυίδ — ο Προφήτης ντε! — έπαιζε την κιθάρα κ' ετραγουδούσαν οι άγγελοι κάτι παιδιά· ψυχή μου! Να τα έβλεπεν ο Μπίρας θα εσηκωνόταν το πετσί του μια πιθαμή. Κ' έκαναν τέτοια σαλαλοή που ετράνταζεν ο Κάτω Κόσμος.

Ήταν ανήμερα Λαμπρή και η χώρα όλη έλαμπε κάτασπρη στου ήλιου τις αχτίνες, σαν μαρμαρόχτιστο αμφιθέατρο κ' εμοσχοβολούσε σαν εκκλησιά. Τρομπόνια εβροντούσαν κ' εβαρούσαν παιγνίδια κ' έπαιζε ρουμπίνι στο ποτήρι το κρασί κ' έλαμπαν στα χέρια κατακόκκινα τ' αυγά κ' έτρεμε το «Χριστός Ανέστη» σε κοραλλένια χείλη.

Όσοι δεν είχαν αλυσίδες, πέτρες εζερρίζωναν· και όσοι δεν είχαν πέτρες είχαν τα δόντια και τα νύχια τους, που εκατέβαζαν λουρίδες το κρέας. Το αίμα έλαμπε, ρουμπίνι ανεχτίμητο στις άσπρες πλάκες περίγυρα. Οι σάρκες εσπαρτάριζαν, θλιβερά κοψίδια στα μαύρα χώματα. Οι σκοτωμένοι, κρύος σωρός έφραζαν την είσοδο της σπηλιάς και οι λαβωμένοι εβαρυβογκούσαν πονετικά στον κούφιον αέρα.

Ποιος βλέπει το ρουμπίνι του και δε θαμπώνεται; Ποιος το βάνει στα χείλη και δεν ανασταίνεται; Μα τήρα τι οργή Θεού! Το κρασί λίγοι το ξέρουν στο χωριό κι ακόμα λιγώτεροι το πίνουν. Αν ήταν ξύδι θ' ανέβαιναν να το πιουν και ν' ακριβοπληρώσουν. Για τούτο, τίποτα. Η Ελπίδα το τρυγά, το ρίχνει στα βαρέλια της και προσμένει ολοχρονικής τους γλεντζέδες. Μα δεν έρχεται κανείς.

Δε μου το ξηγάς; — Γιατί όχι· χαρά μου είνε να σε ξαναφέρω πάλε στη μάννα σου. Για ποιόν άλλον τόκαμα το κέντημα παρά για σένα. Να, βλέπεις εδώ το μεγάλο κύκλο με τα ρουμπίνια. — Ναι, τον βλέπω· παίζουν γλυκόχρωμα στα μάτια μου τα ρουμπίνια· μα στέλνουν και κάποια αρμονία στην ψυχή μου. Μην είνε αίματα και χλαλοή πολέμου; — Είνε ο κύκλος ο Ακριτικός· κάθε ρουμπίνι και ήρωας.

Και τον καιρόν που έκανεν αυτούς τους στοχασμούς, ο Αμπτούλ εξαναήλθεν εις τον χοντζερέ με ένα σκλαβόπουλον, που έλαμπε ωσάν ο ήλιος. Αυτό το ευγενικό σκλαβόπουλο εκρατούσεν εις το χέρι ένα ποτήρι καμωμένον από ένα κομμάτι ρουμπίνι, γεμάτο από ένα εξαίρετον κρασί, και πλησιάζοντας εις τον Καλίφην του το έδωκε να πιή.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν