United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι, Κυρία! είπε μετ' αξιοπρεπείας ο εν στολή Άρης, και αναστάς μετά επικής ηρεμίας έστρηψε τον μύστακα αυτού, και ητοιμάσθη να εξέλθη. — Τι; φεύγεις ; ηδυνήθη μόλις να ψελλίση η εγκαταλειπομένη νέα εκείνη Καλυψώ, και διά μικράς τινος οπής του κιβωτίου είδον την πορφύραν των παρειών αυτής σβεννυμένην υπό νέφος ωχρόν.

Η ιδιότροπη χρήσις των μπράτσων στον δέκατον όγδοον αιώνα λ. χ. ήταν αναγκαστικόν αποτέλεσμα των μεγάλων καλαθιών και ο Burleigh τη σοβαρήν αξιοπρέπειά του χρωστάει τόσο στο περιλαίμιό του όσο και στη λογική του. Χώρια απ' αυτό άμα ένας ηθοποιός δεν έχει εξοικειωθή με τη στολή του, δεν έχει εξοικειωθή και με το ρόλο του.

Προς τούτοις και το όνομα αποδεικνύει ότι η στολή των αγαλμάτων της Αθηνάς ήλθεν εκ της Λιβύας· διότι αι Λίβυσσαι, αφού ενδυθώσι, φορούσιν επάνωθεν άτριχα δέρματα αιγών με ερυθροβαφείς θυσάνους, και εκ τούτων των δερμάτων των αιγών οι Έλληνες ωνόμασαν τας αιγίδας.

ΚΡΕΟΥΣΑ Κ' η κόρη του Διός Παλλάς τη σκότωσε κατόπι. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Τάχα ο λόγος είν' αυτός που από καιρόν ακούω; ΚΡΕΟΥΣΑ Το δέρμα της η Αθηνά στο στήθος της το φέρνει. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Α, της Παλλάδος τη στολή όπου την λέν' Αιγίδα; ΚΡΕΟΥΣΑ Αυτό επήρε τόνομα μέσ' στων θεών τη μάχη. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ποιό σχήμα έχει άγριο της Αθηνάς η Αιγίδα; ΚΡΕΟΥΣΑ Έχει το θώρακα με οχιές περιτριγυρισμένον.

Ήτανε φερμένα όλα τα παιδιά του μαγαζιού. Ήταν κι αρκετοί φίλοι του Νίκου : ο Ντίνος, ένας Τζαννέτος, ξυλογλύπτης κι αυτός, που σηκώθηκε κ' ήρθε απ’ τη Βάθεια, ο Ηρακλής που δούλευε στο σελλάδικο του Ντίππελ, ο Γιώργος ο Ροντάκης, ο γλύπτης, κι ο Αντρίκος ο υποκελευστής με τη στολή του. Ήταν και μερικοί απ’ τη γειτονιά και πρώτος πρώτος ο χοντρός ο μπακάλης, ο κυρ Μπάμπης.

Πίσω από τους κεντητούς μπερντέδες της σκηνής του κάθεται ο Αχιλλεύς, ντυμένος μυρωμένη φορεσιά, ενώ ο γκαρδιακός του φίλος με τη στολή του τη χρυσωμένη κι ασημωμένη ετοιμάζεται να πάη στη μάχη.

Γιατί μπορούμε και τώρ' ακόμα να ξανοίξουμε απάνω στη στολή του Βασιληά ταγαπημένα του διάσηματον ήλιο να βγαίνη σχίζοντας ένα σύννεφο.

Μια Αλουπού, πώς εγελάστη, Κι' σε δόκανον επιάστη Τέτιο ζώο πονηρό, Στην αλήθια δεν το ξέρω, Μήτε θέλω να υποφέρω, Να ξετάξω να το βρω. Ξέρω ωστόσο, και μου φτάνει· Πως επιάστη, και πως χάνει Για κακή της συφορά, Μ' αδιόρθωτη πομπή της Την καλήτερη στολή της, Τη μεγάλη της νορά. Κι' ήταν χρεία, ή κρυμμένη, Ήτε δάχτυλο δειγμένη Μ' εντροπή της να περνάη.

Η μαύρη στολή νεκροφόρου με τον σταυρόν εις την ράχιν σε προξενεί ανατριχίασιν, προ πάντων αν είσαι ακόμη ολίγον ωχρός και τύχη ο νεκροφόρος να σε κυττάξη ως να έλεγεν «Εσύ, φίλε μου, δεν θ' αργήσης να λάβης την ανάγκην μου». Εφ' όσον όμως παρέρχεται ο καιρός αποβάλλεις βαθμηδόν την συνήθειαν να συγκινήσαι εκ της θέας των νεκρών, συλλογιζόμενος τον εαυτόν σου.

Έπειτα εστολίσθησαν με το σεπτόν όνομα της αρετής, ύψωσαν τα φρύδια των, αφήκαν γενειάδας μεγάλας και ούτω περιφέρονται κρύπτοντες υπό ψευδή εξωτερικήν αυστηρότητα αισχρότατα ήθη και ομοιάζουν πολύ με τους τραγικούς εκείνους ηθοποιούς, από τους οποίους άμα αφαιρεθή το προσωπείον και η χρυσοκόσμητος στολή, μένουν ανθρωπίσκοι γελοίοι, οι οποίοι υπηρετούν εις το θέατρον με μισθόν επτά δραχμών.