United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι τοσαύται αντιφατικαί απαιτήσεις επροξένουν αύτη ίλιγγον. Ένθεν μεν η Βεάτη διά της οπής του κλείθρου είχε παραγγείλει αύτη αφ' εσπέρας να φυλαχθή από της Σιξτίνης και να μη εμπιστευθή τι εις αυτήν.

Ο πυθμήν δεν ήτο ορατός ένεκα του σκότους. Ο βοσκός ήτο τολμηρός, εξετύλιξε το σχοινίον, όπερ έφερε περί την οσφύν διά σκοπούς χρησίμους εις το επάγγελμα και προσέδεσε λίαν σφιγκτώς την άκραν αυτού εις τον κορμόν σχοίνου, το δε μήκος του σχοινίου κατεβίβασεν εις το βάθος της οπής.

Εφαντάσθη ότι οι δύο «ταχτικοί», όπως τους ωνόμαζεν, ανέβαινον την σκάλαν, και ίσως θα παρεβίαζον και την θύραν της οικίας. Έκυψεν εις την κλειδότρυπαν, επροσποιήθη να ίδη κ' εννοήση τα συμβαίνοντα διά της μικράς οπής, επειδή το μόνον παράθυρον της προσόψεως ήτο κλεισμένον, και δεν είχεν άλλο μέσον διά να ίδη.

Ο άνθρωπος έλαβε τα εργαλεία του, επάτησε στερρώς επί της κατωτέρας οπής και στηριχθείς επί του τοίχου εισήγαγεν εις τας δύο υψηλοτέρας οπάς τα δύο ξύλα, και έθηκεν επ' αυτών την σανίδα. Αφού δ' εστερέωσε το σύνολον, ανερριχήθη τολμηρώς και μετ' ευκινησίας εις τα άνω, και επάτησε τον πόδα επί του ούτω σχηματισθέντος ικρίου.

Πλην τα μεν φυσερά δεν δέχονται και δεν εξάγουσι τον αέρα διά της αυτής οπής, ενώ οι αναπνέοντες εισάγουσι και εξάγουσι τον αέρα διά της αυτής οπής. 8.

Όχι, Κυρία! είπε μετ' αξιοπρεπείας ο εν στολή Άρης, και αναστάς μετά επικής ηρεμίας έστρηψε τον μύστακα αυτού, και ητοιμάσθη να εξέλθη. — Τι; φεύγεις ; ηδυνήθη μόλις να ψελλίση η εγκαταλειπομένη νέα εκείνη Καλυψώ, και διά μικράς τινος οπής του κιβωτίου είδον την πορφύραν των παρειών αυτής σβεννυμένην υπό νέφος ωχρόν.

Διά τινος οπής εκβλύζει υποβρυχίως το νερόν, είτα αναπηδά και αποτελεί κρότον όμοιον με τον της «ματσόλας» ή ξυλίνης σφύρας του καλαφάτη, — ή του «διανάκτου» όπως λέγουν εις τον Β. Ναύσταθμον, — επί των πλευρών επισκευαζομένου πλοίου. Η ματσόλα ή η σφύρα αυτή δεν παύει, ημέραν και νύκτα, ακούραστος, ακοίμητος ν' ακούεται.

Εν τούτοις κατώρθωσε τώρα να εισαγάγη διά της οπής τα δύο τεμάχια. Η Αϊμά τα ήρπασεν. — Έχεις τίποτε να παραγγείλης διά τον Μάχτον; ηρώτησεν ο Τρέκλας. Η Αϊμά δεν ήκουσεν. Έρριψε το βλέμμα επί της επιστολής. Αλλά δεν ηδύνατο να την αναγνώση. — Έχεις τίποτε να παραγγείλης; επανέλαβεν η φωνή του Τρέκλα. Εγώ θα φύγω τώρα.

Ο καμπούρης έρριψε την δάδα και εσκαρφάλωσε με επιτηδειότητα ως την οροφήν διά της οπής, διά της οποίας εξηφανίσθη. Θα νομίση τις ότι η Τριπέττα, τοποθετημένη εις την στέγην της αιθούσης, υπήρξεν η συνένοχος του φίλου της εις την τρομεράν εκδίκησίν του, και ότι έφυγαν ομού εις την χώραν των, διότι κανείς δεν επανείδε ποτέ ούτε τον ένα ούτε την άλλην . Η κατήγορος καρδία

Και διά 91. | ταύτα κατ' εκείνον τον χρόνον οι θεοί επενόησαν τον έρωτα της συνουσίας, συστήσαντες έν ζώον έμψυχον εντός ημών των αν- δρών και έν άλλο εις τας γυναίκας, και εδημιούργησαν και το έν και το άλλο κατά τον εξής τρόπον: Τον οχετόν του ποτού εκεί όπου το ποτόν αφού έλθη διά του πνεύμονος υπό τους νεφρούς εις την κύ- στιν, έπειτα αποκρούει αυτό έξω υπό την πίεσιν του αέρος, τον έθεσαν δι' οπής εις συγκοινωνίαν με τον μυελόν, όστις εκ της κεφαλής διά του αυχένος χωρεί διά της σπονδυλικής στήλης, και τον οποίον Β. | εις τους προηγουμένους λόγους ημών ωνομάσαμεν σπέρμα.