United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ώθησεν αυτήν, και εξεπλάγη ιδούσα ότι ήτο ανοικτή. Στενή κλίμαξ ήτο ενώπιόν της άγουσα προς το δώμα, όπου έπρεπε να κατοική η ξένη, αν υπήρχε τοιαύτη και δεν ήτο πλάσμα της φαντασίας. Η Βεάτη έθηκεν αποφασιστικώς τον πόδα επί της πρώτης βαθμίδος, και αι σεσαθρωμέναι σανίδες έτρεμον υπό τα γόνατά της. Ευρώς και υγρασία διέπνεε διά των χωρισμάτων τούτων.

Όταν δε ούτος τους έφθασε και προσεπάθει να τους αποτρέψη από το σχέδιόν των, είς εξ αυτών, ιστάμενος όπισθεν αυτού, τω έθηκεν επί της κεφαλής περικεφαλαίαν, κράζων ότι έθηκεν ούτω την περικεφαλαίαν διά να γίνη ο Άμασις βασιλεύς. Το γενόμενον δεν δυσηρέστησε τον Άμασιν, ως το απέδειξε μετ' ολίγον, διότι άμα οι αποστατήσαντες Αιγύπτιοι τον ανεκήρυξαν βασιλέα, ητοιμάσθη να βαδίση κατά του Απρίου.

Μη έχουσα πεποίθησιν εις την μνήμην της, δεν είξευρε μετά βεβαιότητος ότι είχε κλείσει πράγματι την θύραν, την τελευταίαν φοράν καθ' ην ήλθεν ενταύθα. Δυνατόν να την άφησε και ανοικτήν και να μη ενεθυμείτο. Εν τούτοις προυχώρησεν αύτη προς τον κλειστόν θάλαμον. Ανέσυρεν εκ της ζώνης της βαρείαν κλείδα και έθηκεν αυτήν εις το κλείθρον.

Ο αρχηγός των ξένων είχε σκεφθή επί τινας στιγμάς και κατενόησεν ότι δεν ώφειλε να υποχωρήση. — Λοιπόν, τι κάμνομεν; είπε προς τον Πρωτόγυφτον. — Ό,τι αγαπά ο αφέντης, απήντησεν ούτος. — Όλα τα &μέσα& τα έχομεν, είπεν εκείνος τονίζων την λέξιν. — Χμ . . . έκαμεν ο Πρωτόγυφτος. — Ιδού, εψιθύρισεν ο ξένος. Και έθηκεν εις την παλάμην του Γύφτου υπερμέγεθες βαλάντιον.

Είς εξ αυτών εποτυλίσσει το περί τον αργάτην σχοινίον, περιστρέφων αυτόν διά ταχείας κινήσεως ως σβούραν, ο δε αρχιεργάτης εκβαλών τον μοχλόν, την μανέλλαν, έθηκεν ήδη αυτήν εις την άλλην οπήν του ατράκτου, ίνα πάλιν αρχίση νέα στροφή αυτού μετά φοβερωτέρου τριγμού όλης της μηχανής, τριγμού καθελκυομένου εις την θάλασσαν πλοίου.

Το έθηκεν εις την πήραν, χωρίς να το περιεργασθή, διότι το συμπαθές φορτίον όπερ εβάσταζε δεν επέτρεπε αυτώ τούτο. Ετάχυνε γενναίως το βήμα, και εισήλθεν εις την σύνδενδρον και σκιεράν οδόν, την άγουσαν εις το χωρίον. Ότε προέβη αρκετήν οδόν, ήκουσεν αίφνης ποδοβολητόν ίππων ερχομένων όπισθέν του. Τα σιδηρά πέταλα αντήχουν επί του εδάφους και αι φωναί των ιππέων ηκούοντο.

Ο άνθρωπος έλαβε τα εργαλεία του, επάτησε στερρώς επί της κατωτέρας οπής και στηριχθείς επί του τοίχου εισήγαγεν εις τας δύο υψηλοτέρας οπάς τα δύο ξύλα, και έθηκεν επ' αυτών την σανίδα. Αφού δ' εστερέωσε το σύνολον, ανερριχήθη τολμηρώς και μετ' ευκινησίας εις τα άνω, και επάτησε τον πόδα επί του ούτω σχηματισθέντος ικρίου.