United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκάθισε, δίπλα εις του Πουλιού τη Βρύσι, διά να ξαποστάση και πάρη τον ανασασμόν της. Σχεδόν είχε βεβαιωθή πλέον ότι οι δύο «νομάτοι» δεν είχαν κατορθώσει να διαβώσι το Μονοπάτι στο Κλήμα. Αλλά δεν ησθάνετο ασφάλειαν η δύστηνος, καθημένη εκεί. Όθεν, μετ' ολίγα λεπτά εσηκώθη, επήρε το καλάθι της, κ' έτρεξε τον κατήφορον. Τώρα πλέον επήγαινεν αποφασιστικώς εις τον Άι-Σώστην, εις το Ερημητήριον.

Ευτυχώς δι' αυτόν οι εχθροί δεν απεφάσισαν να έλθωσιν έως την θύραν του ισογείου. Λείψανον φόβου υπήρχεν ακόμη, φαίνεται, εις το βάθος του παιδικού θράσους Το έκαμε ταχέως και επιτυχώς, και αφού έφθασεν εις το πάτωμα, αόρατος εις τον εχθρόν όπισθεν λειψάνου ξυλοτοίχου αποφασιστικώς επήδησεν από το άλλο μέρος, εντός του εδάφους της αυλής του γέρο-Παγούρη.

Δεκάκις επλησίασε το οίκημά του και δεκάκις απεμακρύνθη, εωσού ήρχισε να τον καταλαμβάνη η κόπωσις. Βαθμηδόν και η ψυχική του ταραχή κατηυνάζετο. Η αγαθή του φύσις εφάνη υπερισχύουσα και, καταβαλών υστάτην προσπάθειαν, διηυθύνθη αποφασιστικώς προς το οίκημά του και εισήλθεν εις το δωμάτιον, το οποίον προ πολλής ώρας είχεν αφήση ηρεθισμένος, εκτός εαυτού.

Τέλος η μήτηρ είχε φθάσει πλησίον της σκηνής και η Φραγκογιαννού έσυρεν αποφασιστικώς το σώμα προς τα έξω. Απέθηκε τούτο πλησίον του άλλου σώματος. Τα δύο μικρά πλάσματα εφαίνοντο αναίσθητα.

Τότε η Χαδούλα εστάθη, κ' εφώναξε μακρόθεν προς τον Γιάννην τον Λυρίγκον·Φεύγω! . . . Πάω να . . . Ο Γιάννης ο Λυρίγκος είχε τρέξει ακόμη ολίγα βήματα, κ' ήλθε πλησιέστερα προς την Φραγκογιαννού. Τότε κι' αυτή, αποφασιστικώς, προέβη δύο ή τρία βήματα πλησιέστερα προς εκείνον. Η Φραγκογιαννού επεκαλέσθη εις βοήθειαν όλην την ετοιμότητά της. Ηυτοσχεδίασε.

Ώθησεν αυτήν, και εξεπλάγη ιδούσα ότι ήτο ανοικτή. Στενή κλίμαξ ήτο ενώπιόν της άγουσα προς το δώμα, όπου έπρεπε να κατοική η ξένη, αν υπήρχε τοιαύτη και δεν ήτο πλάσμα της φαντασίας. Η Βεάτη έθηκεν αποφασιστικώς τον πόδα επί της πρώτης βαθμίδος, και αι σεσαθρωμέναι σανίδες έτρεμον υπό τα γόνατά της. Ευρώς και υγρασία διέπνεε διά των χωρισμάτων τούτων.

Χίλιες και μία νύκτα απέρασαν που η Χαλιμά εδιηγούνταν του βασιλέως Αϊδήν τες ιστορίες, ο οποίος στοχαζόμενος με μεγάλον θαυμασμόν την αγχίνοιαν, την μνήμην, τες χάρες και επιτηδειότητες που αυτή η Χαλιμά είχε διά στολίδια, και που δεν εβαρύνετο να τες διηγάται, αλλά με μεγάλην προθυμίαν καθημερινώς εφεύρισκε νέες ιστορίες εις το διάστημα τόσου καιρού, με τα οποία νόστιμα και πολυποίκιλα διηγήματα αυτή τον έκαμε να παύση ολίγον κατ' ολίγον από το χαλεπόν μίσος, που έτρεφεν εναντίον εις την εμπιστοσύνην των γυναικών, που εστοχάζετο πως όλες δεν ήταν πιστές προς τους άνδρας τους, και μάλιστα, που στοχαζόμενος την φρόνησιν και γενναιότητα της αυτής Χαλιμάς, η οποία αυτοθελήτως ηθέλησε να γίνη γυναίκα του χωρίς ποσώς να φοβηθή τον θάνατον που έμελλε να λάβη καθώς τον έλαβαν και άλλες, οι προτερινές της, αποφάσισε τέλος πάντων να της χαρίση την ζωήν και να την κυρύξη διά ομόζυγόν του επί ζωής του· όθεν σηκωνόμενος από τον θρόνον του, και αγκαλιάζοντάς την, της είπεν· ω γλυκυτάτη και παμφιλτάτη μου Χαλιμά, βλέπω καλώτατα οι ωραίες, νόστιμες, και μακρυνές ιστορίες σου και τα εύμορφά σου διηγήματα, που από πολύν καιρόν με εκρατούσαν, εις περιδιάβασην, έγιναν εις του λόγου σου πολλά ωφέλιμες, και εμένα ηδυνήθησαν να μου καταπραΰνουν την αγανάκτησιν, που είχα προς την γυναικείαν φύσιν· όθεν νικώντας με αυτές εσύ την απόφασίν μου, και τους δεινούς νόμους, που αποφασιστικώς έκανα, σε δέχομαι μετά πάσης χαράς διά ομόζυγόν μου επί ζωής μου, και σε κηρύττω βασίλισσαν, να συμβασιλεύσης μαζή μου εις όλην σου την ζωήν· και εις το εξής θέλω, ότι όλον το Βασίλειόν μου να σε σέβεται, επειδή και εσύ εστάθης εκείνη, που ελευθέρωσες τόσας τρυφεράς κορασίδας από τον θάνατον, οι οποίες χωρίς πταίσμα ουδένα, έμελλαν να θυσιασθούν διά την μεγάλην μου οργήν και τον σκληρόν νόμον.

Ο Μάρτης εσκέφθη ολίγον. — Αλληώς; δεν μπορεί αλληώς· χρειάζονται δυο ημέρες. — 'Σ της δίνω· είπεν αποφασιστικώς ο Φλεβάρης. — Μα της χειρότερες· με χαλάζι και βροχή. — Ναι· με χαλάζι και βροχή. Ο Μάρτης εθριάμβευεν. Είχε τέλος δύο ημέρας, δύο ημερόνυκτα γεμάτα χαλάζης και βροχής, τα μόνα κατάλληλα μέσα διά να εκδικηθή την γρηά Γαλανήν.

Εις την ιδίαν Του αφανή Ναζαρέτ είχεν απορριφθή βιαίως· τώρα απερρίφθη όχι ολιγώτερον αποφασιστικώς εν Ιεροσολύμοις υπό των αρχόντων του ιδίου έθνους Του.

Γωύ! απήντησεν ο Χόμο περιφρονητικώς. Ο ξένος έκαμε κίνημά τι και ανέσυρεν εγχειρίδιόν τι εκ της ζώνης του. — Ποίος είν' εκεί; έκραξεν. Ο Τρέκλας είχε προβάλει μίαν στιγμήν την κατατομήν του διά μέσου του σκότους, και είτα κατέστη αφανέστερος ή πρότερον. Αλλ' ο ξένος νομίσας ότι ήτο ενέδρα, ησθάνθη εν εαυτώ πολύ θάρρος, και διευθύνθη αποφασιστικώς προς το μέρος όπου εκοιμάτο ο Τρέκλας.