Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Μη έχουσα πεποίθησιν εις την μνήμην της, δεν είξευρε μετά βεβαιότητος ότι είχε κλείσει πράγματι την θύραν, την τελευταίαν φοράν καθ' ην ήλθεν ενταύθα. Δυνατόν να την άφησε και ανοικτήν και να μη ενεθυμείτο. Εν τούτοις προυχώρησεν αύτη προς τον κλειστόν θάλαμον. Ανέσυρεν εκ της ζώνης της βαρείαν κλείδα και έθηκεν αυτήν εις το κλείθρον.

Αλλ' ο Θεμίσων, αγανακτήσας διά την απάτην του όρκου και διαλύσας την ξενίαν έπραξε τα εξής· παραλαβών την κόρην απέπλευσε και όταν έφθασεν εις το πέλαγος, διά να εκπληρώση τον όρκον του προς τον Ετέαρχον, την έδεσε με σχοινία, την έρριψεν εις την θάλασσαν, την ανέσυρεν έπειτα και ήλθεν εις την Θήραν.

Ήρξατο λοιπόν πυκνάς ερωτήσεις περί των παραδόσεων εκείνων του παρελθόντος βίου του, τας οποίας η πολυχρόνιος ξενιτεία είχε σκεπάσει με χονδρόν πέπλον λήθης, ον η μήτηρ του τόσον ευκόλως ανέσυρεν, επιδείξασα εις τον υιόν της όλην την γλυκείαν νωπότητα των διηγήσεων εκείνων, αίτινες, όσον και αν ξενιτευθή κανείς, είνε αδύνατον να σβεσθώσι.

Η Κυρά Λοξή δεν είπε τίποτε, αλλά διά νευρικής κινήσεως ανέσυρεν επί των ώμων το σάλι της. Ο έπαρχος ανύψωσεν επί της μύτης του τα ομματοϋάλια. — Άνδρας σου είναι; ηρώτησεν. — Όγεσκε, απεκρίθη η γραία ξηρά ξηρά. Δεν είναι άνδρας μου. — Περίεργον πράγμα, εξηκολούθησε λέγουσα.

Ευτυχώς ο Κ. Λιάκος ελούετο παρέκει. Ότε είδε τον Κ. Πλατέαν παρά πάσαν συνήθειάν του βυθιζόμενον εντός της θαλάσσης, τους δε κύκλους πλατυνομένους περί το σημείον όπου εβυθίσθη, ενόησε τί συμβαίνει. Διασχίσας βιαίως την θάλασσαν επλησίασε και, καταδυόμενος, ήρπασε τον πνιγόμενον, τον ανέσυρεν εις την επιφάνειαν και μετά κόπου τον ερρυμούλκησεν άπνουν και αναίσθητον μέχρι της ακτής.

Ανέσυρεν εκ της ζώνης την κλείδα, και ανοίξας την θύραν του ναού εισήλθε. Τι είδε τότε; Δυστυχώς έμεινε βωβός έκτοτε, και δεν ηδύνατο να το διηγηθή. Δυστυχέστερος του Ζαχαρίου, πατρός του Προδρόμου, δεν ελύθη την γλώσσαν μετ' εννέα μήνας από του συμβάντος τούτου, και ουδέν διηγήθη προφορικώς προς τους ενορίτας του.

Γωύ! απήντησεν ο Χόμο περιφρονητικώς. Ο ξένος έκαμε κίνημά τι και ανέσυρεν εγχειρίδιόν τι εκ της ζώνης του. — Ποίος είν' εκεί; έκραξεν. Ο Τρέκλας είχε προβάλει μίαν στιγμήν την κατατομήν του διά μέσου του σκότους, και είτα κατέστη αφανέστερος ή πρότερον. Αλλ' ο ξένος νομίσας ότι ήτο ενέδρα, ησθάνθη εν εαυτώ πολύ θάρρος, και διευθύνθη αποφασιστικώς προς το μέρος όπου εκοιμάτο ο Τρέκλας.

Δόσε μου και ολίγο τυράκι, δυο ελήτσαις ή άλλο τίποτα. Η οικοδέσποινα τη έδιδε τότε ό,τι ευρίσκετο εις το ερμάριον. — Νάχης την ευχίτσα μου, έλεγεν η Εφταλουτρού. Δόσε μου και λίγο λαδάκι, ν' ανάψω το καντήλι. Και ανέσυρεν εκ του θυλάκου, ον είχεν εις την εσθήτα της εις βάθος τριών σπιθαμών, μικράν φιάλην, και την επαρουσίαζε προς την οικοδέσποιναν.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν