Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Μ' ένα λόγο, βασίλευε μεγάλη αγαλλίαση σ' όλο το σπίτι. Τότε όμως έτρεχε μέσα στις κάμαρες ένα μικρό πλασματάκι. Είταν ο μικρός αδερφός του Ούλοφ και του Σβάντε κ' είχε μακριά σγουρά ολόξανθα μαλλιά και τα πιο μεγάλα γαλανά μάτια, που μπορεί να έχη ένα αγοράκι. Τον έλεγαν Σβεν και μόλις είχε κλείσει τα δυο χρόνια. Να μιλή καλά δεν μπορούσε. Μπορούσε όμως να εννοή.
Δυστυχώς το υποδηματοποιείον είχε κλείσει. Επλησίαζεν ογδόη ώρα· δύο ώρες νύκτα. Επέστρεψα εις του Τσαμασφόρου. — Κωσταντή, δεν ηύρα τον ανεψιό μου. Ο μάστορής του έκλεισε από νωρίς. Ήθελα να του πω, να πη χαμπάρι στο σπίτι. Δεν συμφέρει να πάω ο ίδιος εκεί. θα φωνάζουν η αδελφές μου: «Πού θα πας τέτοια ώρα», και τα λοιπά. Μιζέριες γυναικών . . . Ακούς να σου πω; . . . — Λέγε.
ΜΙΡ. Πολλές φορές αρχίνησες να μου ειπής ποία είμαι, πλην έμεινες, και μ' άφησες σε μάταιην έρευνα, τελειώνοντας με το: στάσου, όχι ακόμη. ΠΡΟΣΠ. Ιδού, η ώρα έφθασε· τούτ' η στιγμή καθαυτό σε προστάζει ν' ανοίξης ταυτιά σου· υπάκουσέ την και πρόσεχε. Θυμάσαι έναν καιρό πριν κατοικήσουμε τούτο το σπήλαιο; δεν το πιστεύω· γιατί δεν είχες ακόμη κλείσει τους τρεις χρόνους τότε.
Την νύκτα, όταν πλέον τα μαγαζεία είχον κλείσει και οι άνθρωποι είχον αποσυρθή εις τας οικίας των, φως ανέβαινε την άγαυσαν προς την επάνω συνοικίαν της Παναγίας οδόν, φως φαναρίου φέγγον εις ικανήν απόστασιν και προχωρούν κινούμενον προς τους απέναντι τοίχους κατά σειράν.
Ο Αντίπας φοβούμενος μήπως του τα σφετερισθή ο Βιτέλλιος, τα είχε κλείσει εις το μέρος εκείνο, το οποίον ήτο επίτηδες διά τα ζώα εν καιρώ πολιορκίας. — «Αυτός ο σταύλος είνε άθλιος» είπεν ο Ανθύπατος «και κινδυνεύεις να τα χάσης! Μέτρησέ τα Σιζέννα»: Ο τελώνης απέσυρε μίαν πλάκα από την ζώνην του, εμέτρησε τους ίππους και τους κατέγραψε.
Αλλά πριν μας αποχωρίσωσι είχε συμβή τι, όπερ μοι επροξένησε πολλήν εντύπωσιν. Ήτο η τετάρτη ώρα της νυκτός. Είχες αποκοιμηθή. Διετέλεις ήδη εν αναρρώσει. Εγώ είχον κλείσει την θύραν και ετοιμαζόμην να κατακλιθώ πλησίον σου. Αίφνης ακούω ότι έκρουον έξωθεν την θύραν σιγανώς. Ηπόρησα.
Ο Έφις ξαναμπήκε στην καλύβα, αλλά άργησε να κλείσει τα μάτια, και στον ύπνο ακόμη τον βασάνιζε η ιδέα ότι έπρεπε να σχολιάσει την ιστορία του Τζατσίντο, αλλά δεν ήξερε πώς: καλά ή άσχημα. «Πρέπει να του πω: θάρρος, λοιπόν, θα γυρίσεις στο σωστό δρόμο! Στο κάτω κάτω παιδί ήσουν ακόμη, ένα ορφανό….»
Τον είχαν κλείσει στον ψηλότερο πύργο του φρουρίου, μ' ένα βαρύ ξύλο κρεμασμένο στο λαιμό. Από την ημέρα που έχασε τον κύριό του, δεν ήθελε καμμιά τροφή, έξυνε το χώμα με τα πόδια, τα μάτια του έτρεχαν, ούρλιαζε. Πολλοί τον ελυπήθηπαν. «Χουσδάν, έλεγαν, κανένα σκυλί δεν αγάπησε ποτέ έτσι τον κύριό του, σαν εσένα. Ναι, σωστά είπε ο Σολομών: «ο αληθινός μου φίλος, είναι το λαγωνικό μου».
Δύο πύλας είχεν η ευρεία αυλή, την μεγάλην και την μικράν. Και τας δύο τας είχε κλείσει επανειλημμένως η Γιαννού με τον μοχλόν, ή με τον μάνδαλον, ελπίζουσα να εύρη ησυχίαν· κ' αι δύο ευρίσκοντο μετ' ολίγον ανοικταί εκάστοτε· τούτο διότι και οι ένοικοι ελάμβαναν συχνά ανάγκην να εισέλθουν ή να εξέλθουν, και άλλοι εκτός των παιδίων έξωθεν ήρχοντο, συγγενείς ή φίλοι της οικίας.
— Τ' είναι! είπε, τίποτα. Ξύπνησες; — Μου φάνηκε πως κάτι είπες . . . πως μ' εφώναξες, μέσ' τον ύπνο μου. — Εγώ; . . . όχι. Ταυτιά σου κάμανε. — Τι ώρα να είναι, μάνα; — Τι ώρα; ξέρω 'γώ; . . . Τόσες φορές λάλησε και ξαναλάλησε τ' ορνίθι. — Και συ δεν εκοιμήθης, μάνα; — Εχόρτασα τον ύπνο καλά . . . Τρύπησε το πλευρό μου, είπεν η Φραγκογιαννού, ήτις δεν είχε κλείσει όμμα. Όπου είναι θα φέξη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν