Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Ο Στάμος εφώναξεν «εμπρός!» και δοκιμάσας το μάνδαλον της θύρας τον αυλογύρου, είδεν ότι η θύρα ήτο ανοικτή. Εισώρμησε πρώτος και τα άλλα παιδία τον ηκολούθησαν. Η φωνή του Παλούκα συνωδεύθη, εκτός του δούπου της πτώσεώς του, και από άλλον κρότον, κρότον μεταλλικόν. Λεπτά του είχαν πέσει από την τσέπην. Ο Παλούκας δεν εγύρισεν οπίσω να τα μαζέψη.
Εστάθην ακίνητος παρά τον τοίχον, προσέχων μη ηκούσθη του πηδήματός μου ο κρότος. Σιωπή περί εμέ άκρα. Ούτε σκύλου γαύγισμα, ούτε φωνή ανθρώπου. Ολίγα βήματα με εχώριζον από την κατοικίαν του κηπουρού. Η θύρα ήτο κλειστή, αλλ' έστρεψα τον μάνδαλον και ευρέθην εντός της καλύβης.
Και εν ακαρεί, αφού ετοποθέτησε την σκάφην με όσα ρούχα είχε μισοπλιμένα ακόμη όπισθεν της καρούτας, εις μέγα ξύλινον αμπάριον, το οποίον εκλείδωσε, κ' έβαλε το κλειδίον στην τσέπην της, εξήλθε τρέχουσα από την αυλήν, διά της μικράς πύλης, την έκλεισεν έξωθεν εις το μάνδαλον και απήλθεν.
Έκρουσα την θύραν, έκραξα: Παντελή, Παντελή ! αλλ' ουδείς απεκρίθη. Όπισθεν της καλύβης ήτο ο σταύλος. Ήνοιξα τον μάνδαλον και εισήλθα εντός αυτού και είδα, ώ χαρά μου! είδα τον όνον του Παντελή ησύχως εκεί περιμένοντα. Μη γελάσης, αναγνώστα. Τον ενηγκαλίσθην και τον εφίλησα ! Ενόησα ότι ο ευλαβής κύριος του εκκλησιάζεται. Δεν με παρήτησεν ,ο αγαθός Παντελής ! Μετ' ου πολύ τον είδα επιστρέφοντα.
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν βιαστικά βήματα ανυποδήτων παιδιών και εις το πανωπόρτι παρουσιάσθη καταπόρφυρον πρόσωπον κορασίδος, ήτις αποσύρασα μετά δυσκολίας τον μάνδαλον, ήνοιξε την θύραν και εισώρμησε με σμήνος άλλων παιδίων. — Αχλαδία το βγάλανε, θεια Γαρεφαλιό, ανεφώνησαν όλα διά μιας, ως ν' ανήγγελλον την νίκην του Μαραθώνος. Το Γαρεφαλιό παρετήρησε τα παιδία μετά δυσπιστίας.
Άμα εισήλθε, τεταραγμένη, έβαλε το μάνδαλον και τον σύρτην. — Μαρουσώ, είσ' επάνω; έκραξε με σιγανήν, αλλά συριστικήν φωνήν, ανερχομένη την σκάλαν. Μία γυνή κοντούλα, ροδοκόκκινη, εξήλθεν από την θύραν ενός θαλάμου, κ' επαρουσιάσθη μειδιώσα, αλλά και ανήσυχος το βλέμμα. — Πού 'ς αυτόν τον κόσμο, θεια Χαδούλα; ηρώτησε.
Εξήλθε λοιπόν της αυλής, κ' έκλεισε την θύραν με το μάνδαλον. Όταν μετά το γεύμα, ως μίαν ώραν αργότερα, επέστρεψαν εις την αυλήν, μαζύ με την Κρινιώ, κατ' αρχάς δεν υπώπτευσαν τίποτε, κ' επανέλαβον την εργασίαν των. Ο θόρυβος των παιδιών είχε κοπάσει προς ώραν τότε.
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη φωνή, βήμα, κρότος, εις το μικρόν χαγιάτι έξω, και η θύρα, την οποίαν η γραία, η πενθερά του Λυρίγκου, αναχωρήσασα δεν είχε κλείσει εις το μάνδαλον, αλλά μόνον την είχε γείρη, ηνοίχθη πέραν και πέραν, ενδίδουσα εις ώθησιν έξωθεν. — Εδώ είναι, ηρώτησεν ο εμφανισθείς άνθρωπος, εδώ είναι, το σπίτι του Λυρίγκου, του τσοπάνη;
Τέλος εφόρεσεν έν ζεύγος πατημένον γυναικείων εμβάδων, τας οποίας εύρε, και αίτινες εκάλυπτον μόνον τους δακτύλους των ποδών και μέρος του ταρσού, αφήνουσαι έξω όλην την πτέρναν. Άλλον θόρυβον έκαμε διά ν' ανοίξη την θύραν, μη ευρίσκων εις το σκότος τον σύρτην ούτε το μάνδαλον. Αφού ήνοιξε την θύραν, επανήλθεν αίφνης οπίσω.
Δύο πύλας είχεν η ευρεία αυλή, την μεγάλην και την μικράν. Και τας δύο τας είχε κλείσει επανειλημμένως η Γιαννού με τον μοχλόν, ή με τον μάνδαλον, ελπίζουσα να εύρη ησυχίαν· κ' αι δύο ευρίσκοντο μετ' ολίγον ανοικταί εκάστοτε· τούτο διότι και οι ένοικοι ελάμβαναν συχνά ανάγκην να εισέλθουν ή να εξέλθουν, και άλλοι εκτός των παιδίων έξωθεν ήρχοντο, συγγενείς ή φίλοι της οικίας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν