United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι εισπράκτορες των ταμιακών εταιριών διέφθειρον τους κυβερνήτας διά να λυμαίνονται τας επαρχίας. Ο Βιτέλλιος έχωνε την ρίνα του παντού και τα ωσφραίνετο όλα. Τέλος ανέβησαν πάλιν εις την αυλήν. Εις το μέσον του δαπέδου, σκεπάσματα ορειχάλκινα, εκάλυπτον εδώ και εκεί δεξαμενάς. Ο Βιτέλλιος παρετήρησε μίαν μεγαλειτέραν των άλλων και η οποία δεν αντήχει υπό τας πτέρνας του.

Η πόλις ήτο μακράν, ο δε δρόμος επερνούσε από έν σκοτεινόν δάσος, και ο καιρός εχάλασεν ενώ επήγαινεν, ώστε έχασε τον δρόμον του ο μικρός Κλώσος, και έως να τον εύρη πάλιν, ενύκτωσε, και δεν επρόφθαινε πλέον ούτε εις την πόλιν να υπάγη, ούτε εις το χωρίον να επιστρέψη. Εκεί, κοντά εις τον δρόμον του παρετήρησε και είδε την κατοικίαν ενός γεωργού.

Διαταγήν; επανέλαβεν ο Βινίκιος ωχριάσας. Ο στρατιώτης τον παρετήρησε με συμπαθές ύφος και είπε: — Ναι, του Καίσαρος, άρχον. Υπάρχουν πολλοί άρρωστοι εις την φυλακήν και ίσως φοβούνται μήπως οι επισκέπται μεταδώσωσι την επιδημίαν εις την πόλιν. — Αλλά δεν είπες ότι η διαταγή ήτο διά σήμερον μόνον! — Μας αντικαθιστούν την μεσημβρίαν.

Εκάγχασαν όλοι προς τον αστεϊσμόν του απλοϊκού ναύτου, ο δε παπάς, όστις εφοβείτο και αυτός την τροπήν του ανέμου εις το μέρος περί ου ο λόγος, παρετήρησε προς παραμυθίαν των ακροατών·Μα εγώ λέω ότι θα μπορέσουμε στεριά να τραβήξουμε στην ακρογιαλιά, τον κρεμνό τον ανήφορο. Όσο ψηλά κι' αν το στήβαξε στα βουνά το χιόνι, σταις ακρογιαλιαίς ο τόπος πατιέται.

Ελθών δε κατόπιν και ο ιατρός, κατά την συνήθειαν, έκθαμβος παρετήρησε κάποιαν καλλιτέρευσιν των οφθαλμών μου και μου έδωσε νέον θάρρος. Ανέβαλον τότε να σου αποστείλω τα χρήματα, διά να τα φέρω μόνος μου, — τόσον θάρρος είχον αποκτήσειΟύτε σου έγραψα, διότι είχα την ελπίδα ότι ταχέως θα θεραπευθώ, και ήθελα έξαφνα ένα πρωί να με ιδήτε.

Ο Μανώλης εξηγριώθη, και ώρμησε κατά του βουκόλου, αλλά το χαντάκι ανέκοψε την ορμήν του. Ήτο τόσον το πλάτος του, ώστε αν επεχείρει να το υπερπηδήση θα έπιπτεν εις το νερόν, το οποίον είχεν ικανόν βάθος. Παρετήρησε γύρω, αλλά λίθον δεν είδε και μη έχων πέτραν να ρίψη κατά του αυθάδους βουκόλου, του εξετόξευσε μίαν απειλήν: — Καλά, μωρέ, θα σε πιάσω άλλη ώρα να σε μάθω 'γώ ποιος είν' ο Πατούχας!

Ίσως λοιπόν και εγώ να κινδυνεύσω, παρετήρησε τότε ο Αριστόδημος, αλλ' όχι όπως συ λέγεις τα πράγματα, αλλά σύμφωνα με τον Όμηρον, δηλαδή μικρός και άσημος εγώ, να μεταβώ απρόσκλητος εις το τραπέζι ενός σοφού ανδρός. Συ λοιπόν ο οποίος με πέρνεις μαζή σου πρέπει και να με δικαιολογήσης, διότι εγώ δεν θα ομολογήσω ότι επήγα απρόσκλητος, αλλά θα ειπώ ότι μ' επροσκάλεσες συ.

Μήπως θέλεις να περιμείνωμεν το μέρισμα; προσέθηκε παραδόξως μειδιών, — Δεν λέγω διά μέρισμα, αλλά . . . τέλος πάντων ημπορεί ν' αναιβούν ακόμη. — Δεν υπάρχει πλέον λόγος να υψωθούν, παρετήρησε μετά τραπεζικής εμβριθείας ο οικοδεσπότης· η υπογραφή της συμβάσεως έγεινε γνωστή, και η υπερτίμησις έφθασεν εις τον ανώτατον όρον της.

Θα τους ακολουθώ παντού, θα γείνω ίσκιος τους, θα μάθω τι θέλει &αυτός&. Και όταν το μάθω, τότε θα της το είπω. Αφού διενοήθη ταύτα, εξήλθεν εκ του κήπου. Εν τούτοις η Αϊμά παρετήρησε τα τελευταία κινήματα του Μάχτου, και εστράφη προς αυτόν. Υπώπτευσεν ότι συνέβη τι. — Τι είνε, Μάχτο; έκραξε. Ο Μάχτος δεν ηδυνήθη ν' αρθρώση λέξιν. — Τι θέλεις; επανέλαβεν η νέα.

Ήτο λοιπόν πολύ φυσικόν, αν τώρα ήρχισα να περιποιώμαι τους μόνους δυνατούς να μας παρασταθώσι προς εκπλήρωσιν του καθήκοντος ημών τούτου. Άμα ως η γραία Οθωμανίς παρετήρησε την διάθεσίν μου ταύτην: — Και τώρα είπε, Σουλτάνε μου, δος τα κλειδιά στον ξενοδόχο· από σήμερα και να πάγη είσθε μ ο υ σ α φ ί ρ η δ έ ς μου. Τούτο ήτον όλως διόλου απροσδόκητον.