United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά τινας δε στιγμάς σιωπής παρετήρησε μετά σεβασμού και συστολής: — Είνε αμαρτία, παιδάκι μου! Αμαρτία από τον Θεό! — Το βλέπω κ' εγώ, κυρά-μητέρα, πως είνε αμαρτία, μεγάλη, μάλιστα, που θέλουν να μου πάρουν τα δέκατα, και αναγκάζουμαι, βλέπεις, τέτοιες μέρες να πάγωτο Σκόπελο! — Ώστε δεν θα γείνη πάλι ο γάμος;

Ο Αλκιβιάδης επροχώρησε τότε οδηγούμενος υπό των συντρόφων του, καταγινόμενος δε συγχρόνως ν' αφαιρέση τας ταινίας διά να περιβάλη με αυτάς την κεφαλήν του Αγάθωνος, δεν παρετήρησε τον Σωκράτη, καίτοι ακριβώς εμπρός του ευρισκόμενον, αλλ' ετοποθετήθη πλησίον του Αγάθωνος, μεταξύ ακριβώς τούτου και του Σωκράτους, όστις είχε παραμερίσει διά να του κάμη θέσιν.

Έστρεψε τότε λαθραίον βλέμμα προς τον Μανώλην και τον παρετήρησε με σοβαράν και βαθείαν περιέργειαν. Έπειτα του είπε: — Θες, Μανωλιό, κουκιά! Και σταματήσασα παρουσίασε προς τον Μανώλην καλάθι με χλωροκούκια το οποίον είχε κρεμασμένον εις τον βραχίονά της.

Από εδώ παρετήρησε μέγαν γυπαετόν, ο οποίος έκαμε κύκλους εις τον αέρα και έμεινε μετέωρος επάνω από τον θείον- ήθελε πετώντας να τον κτυπήση με τας πτέρυγάς του και να τον ρίψη μέσα εις την άβυσσον, για να τον κάμη λείαν του.

Εδώ είσαι, αδερφέ, κ' εγώ σε γυρεύω! εφώναξεν αίφνης ο Σταύρος, ερχόμενος πλησίον του. Ο Δημήτρης εξηκολούθει τηρών την θέσιν του ακίνητος, ως να μην ήκουσε. — Ακούς! τι στέκεις αυτού, σαν κολώνα; φόρεσε το φέσι σου και πάμε επανέλαβεν ο Σταύρος, κινών αυτόν από του βραχίονος. Ο Δημήτρης εστράφη τότε, παρετήρησε τον σύντροφόν του μ' έκπληξιν, έστρεψε το βλέμμα πέριξ κ' εφόρεσε το φέσι του.

Η ψευδολογία και η ποίηση είναι τέχνεςτέχνες, καθώς το παρετήρησε ο Πλάτων, όχι άσχετες η μια με την άλληκαι απαιτούν την προσεκτικώτερη μελέτη, την πιο αφιλοκερδή αφοσίωση.

Την αυτήν εσπέραν ο Βινίκιος επιστρέφων εις την οικίαν του, παρετήρησε καθ' οδόν το επίχρυσον φορείον του Πετρωνίου, βασταζόμενον υπό οκτώ Βιθυνών. Διά νεύματος τους εσταμάτησε και επλησίασεν εις τα παραπετάσματα. — Σου εύχομαι όνειρον γλυκύ και αίσιον! ανέκραξε γελών, εις την θέαν του Πετρωνίου κοιμωμένου. — Α! είσαι συ! είπεν ο Πετρώνιος. — Ναι! Ενύσταζα· διήλθον την νύκτα εις το Παλατίνον.

Πώς το εννοείς αυτό πάλιν; Ιδού πώς. Επειδή ο βασιλεύς ημών παρετήρησε ότι όλαι μας αι πράξεις είναι ψυχικαί και ότι υπάρχει εις αυτάς και πολλή αρετή και πολλή κακία και ότι η ψυχή και το σώμα είναι άφθαρτα, αλλ' όχι αιώνια, καθώς οι νομίμως αθάνατοι θεοίδιότι δεν θα υπήρχε ποτέ γέννησις ζώων, εάν το έν εξ αυτών των δύο εξηφανίζετοκαι επειδή ενόησε ότι το μέρος της ψυχής, το οποίον είναι αγαθόν, επλάσθη διά να ωφελή, το δε κακόν να βλάπτη, όλα αυτά σκεφθείς ευρήκε, πού πρέπει να κείται έκαστον μέρος, διά να καθιστά εις το σύμπαν νικήτριαν μεν την αρετήν, νικωμένην δε την κακίαν όσον το δυνατόν περισσότερον και καλλίτερον.

Τότε ο νεκρός, με μίαν κίνησιν η οποία δεν είχε τίποτε το αντανακλαστικόν, εσηκώθη από το τραπέζι, έκαμε μερικά βήματα εις το μέσον του δωματίου, παρετήρησε μελαγχολικώς γύρω του επί τινα δευτερόλεπτα και τέλος ωμίλησεν. Ό,τι είπεν ήτο ανόητον, αλλ' επρόφερε λέξεις, και η άρθρωσις ήτο ακριβής. Αφού ωμίλησεν, έπεσε και πάλιν εις το έδαφος.

Και γιατί μου τα λέγεις αυτά, μπάρμπα Σταυρή; Παρετήρησε πειραγμένος ολίγον ο Σπύρος. — Ο νοών νοείτω! απήντησεν ο Ξυλοπόδαρος κτυπήσας με κρότον εις την γην τον ξύλινον πόδα του.